Η έννοια του τραγικού στη διεθνή πολιτική και το ερώτημα περί ενός νέου ηγεμονικού πολέμου

Και το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Open Image Modal
via Associated Press

Η αέναη στρατηγική συμπεριφορά των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής διαχρονίας να διασφαλίσουν ότι καμία ηπειρωτική δύναμη δεν θα κυριαρχήσει στη Γηραιά ήπειρο, εφαρμόζοντας στρατηγική υπερπόντιας εξισορρόπησης, με πρώτιστο παράδειγμα τη Μεγάλη Βρετανία τον 20ο αιώνα και τις ΗΠΑ τον 21ο αιώνα, δεν μπορεί παρά να εγείρει ευρύτερα ερωτήματα αναφορικά με τις στρατηγικές σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων στη μεταψυχροπολεμική διεθνή τάξη. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν οι Hart & Jones: «Στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίστηκαν σε πολυμερείς θεσμούς για αυτόν τον σκοπό, με τη συχνά αναφερόμενη λογική του ΝΑΤΟ “να κρατήσει τις ΗΠΑ μέσα, τους Σοβιετικούς έξω και τους Γερμανούς κάτω”».

Λαμβάνοντας υπόψιν και την εναργή περιγραφή του αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάϊντεν για το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον με την αναφυόμενη ανακατανομή ισχύος και τη δημιουργία νέων απειλών, καταδεικνύοντας την Κίνα, ως το μόνο δυνητικά ικανό ανταγωνιστή των ΗΠΑ και τη Ρωσία να παρουσιάζεται «αποφασισμένη να ενισχύσει την παγκόσμια επιρροή της και να διαδραματίσει ενοχλητικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή», το ερώτημα που τίθεται προς διερεύνηση είναι εάν η αδιαμφισβήτητη υπεροχή ισχύος των ΗΠΑ θα οδηγήσει σε μια Αμερικανική μονοκρατορία ή οι αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις, Ρωσία-Κίνα-Ινδία, θα συνωθήσουν το εκκρεμές της διεθνούς πολιτικής σ’ ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα.

Αυτό γιατί η ανάδυση της Κίνας ως μεγάλης δύναμης, σε συνδυασμό με την επανάκαμψη της Ρωσίας, αμέσως μετά τον πόλεμο των πέντε ημερών με τη Γεωργία (2008), δημιουργούν νέα δεδομένα στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Για να γίνουμε πιο σαφείς και κατανοητοί θα προχωρήσουμε στη συγκριτική ανάλυση των στρατηγικών δογμάτων των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας, σε μια προσπάθεια να διερευνηθεί εάν ο αναφαινόμενος γεωστρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα απολήξει σ’ έναν νέο ηγεμονικό πόλεμο ή σε μια νέα ισορροπία ισχύος.

Ένας ηγεμονικός πόλεμος αφορά στη σύγκρουση μεταξύ της κυρίαρχης/ των κυρίαρχων δυνάμεων και τον/τους ανερχόμενο/ανερχόμενους διεκδικητή/διεκδικητές, ενώ συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα τα υπόλοιπα κράτη του διεθνούς συστήματος, εντασσόμενα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Το διακύβευμα συνίσταται στη διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος και τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι απεριόριστα οριοθετώντας και το γενικό εύρος των εχθροπραξιών. Αντικειμενικός πολιτικός στόχος είναι η καταστροφή του ενοχλητικού κοινωνικού, πολιτικού ή οικονομικού συστήματος και συνήθως, η θρησκευτική, πολιτική ή κοινωνική μεταλλαγή της ηττημένης κοινωνίας.

Σύμφωνα με την έκθεση του Λευκού Οίκου για τη νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ (National Security Strategy –NSS, Δεκέμβριος 2017), καθώς και στις εκθέσεις για τη στρατηγική εθνικής άμυνας (Summary of the National Defense Strategy–NDS, Ιανουάριος 2018) και του αναμορφωμένου πυρηνικού δόγματος (Nuclear Posture Review –NPR, Φεβρουάριος 2018), που εξέδωσε το αμερικανικό υπουργείο άμυνας, η Ρωσία και η Κίνα αναγορεύονται σε μείζονες απειλές. Αξιολογώντας την ανακατανομή ισχύος-συμφερόντων σε πλανητικό επίπεδο, οι αμερικανοί λήπτες αποφάσεων, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι η έναρξη ενός νέου ανταγωνισμού ισχύος μεταξύ της πλανητικής υπερδύναμης και των αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων έχει ήδη επέλθει.

«Από το 2010 έχουμε υπεισέλθει στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε διαφορετικούς βαθμούς, Ρωσία και Κίνα κατέστησαν σαφές ότι επιδιώκουν την ουσιαστική αναθεώρηση της διεθνούς τάξης και των κανόνων συμπεριφοράς που εγκαθιδρύθηκαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (NPR, 2018, σ. 6-7).

Αποκωδικοποιώντας το περιεχόμενο του στρατηγικού δόγματος της κυβέρνησης Μπάιντεν καθίσταται εναργής η πολιτική επιλογή της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την υπόθεση εργασίας του John Mearsheimer, ότι o αντικειμενικός σκοπός των μεγάλων δυνάμεων δεν περιορίζεται στην υπεροχή συντελεστών ισχύος, αλλά στην ανάδειξή τους σε μοναδικούς, πλανητικούς ηγεμόνες.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αμερικανός πρόεδρος:

«θα αναζωογονήσουμε και θα εκσυγχρονίσουμε τις συμμαχίες και τις συνεργασίες μας σε όλο τον κόσμο. Οι δημοκρατικές μας συμμαχίες μας δίνουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουμε ένα κοινό μέτωπο, να δημιουργήσουμε ένα ενιαίο όραμα και να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας για την προώθηση υψηλών προδιαγραφών, τη θέσπιση αποτελεσματικών διεθνών κανόνων και την ανάληψη ευθύνης από χώρες όπως η Κίνα.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα επαναβεβαιώσουμε, θα επενδύσουμε και θα εκσυγχρονίσουμε τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και τις συμμαχίες μας με την Αυστραλία, την Ιαπωνία και τη Δημοκρατία της Κορέας – που, μαζί με τις άλλες παγκόσμιες συμμαχίες και συνεργασίες μας, είναι το μεγαλύτερο στρατηγικό πλεονέκτημα της Αμερικής. Το Θα συνεργαστούμε με συμμάχους για την κατανομή των ευθυνών ισότιμα, ενώ θα τους ενθαρρύνουμε να επενδύσουν στα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα ενάντια στις κοινές τρέχουσες και μελλοντικές απειλές».

Γενικότερα μιλώντας, Κίνα και Ρωσία συμπλέουν προς την εγκαθίδρυση ενός νέου πολυπολικού διεθνούς συστήματος, πλανητικής διακυβέρνησης, μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οριοθετώντας τις σφαίρες επιρροής τους και διατηρώντας την αρχή της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας απαράβατη μεταξύ αλλήλων.

Ειδικότερα το στρατηγικό δόγμα της Κίνας αποκρυσταλλώνεται στην αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης μέσω της εγκαθίδρυσης μιας εταιρικής πλανητικής (οικονομικής κυρίως) διακυβέρνησης. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι η εφαρμογή μιας αμοιβαίας επωφελούς στρατηγικής για την ανάπτυξη των εξωτερικών της σχέσεων με όλα τα κράτη. Ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος του Πεκίνου συνίσταται στη δημιουργία-εγκαθίδρυση μιας πλανητικής εταιρικής σχέσης, μέσα από εκτεταμένες διακρατικές διαβουλεύσεις, κοινή συνεισφορά και κοινά οφέλη.

Συνακόλουθα, η Ρωσική Ομοσπονδία στην έκθεσή της για την στρατηγική εθνικής ασφάλειας (2015) διαδηλώνει ως αξονικό στόχο της υψηλής της στρατηγικής, την ανάπτυξη-διατήρηση μιας ανεξάρτητης εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής, καθιστώντας εναργή τη στρατηγική της αναγκαιότητα για τη δημιουργία ενός γεωπολιτικού αναχώματος στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Η εξέλιξη αυτή επιτυγχάνει ένα διττό πολιτικό στόχο –την προάσπιση του συμφέροντος επιβίωσης και την αναβίβαση της θέσης-ρόλου σε εγγυητή ασφαλείας εντός της περιφέρειάς της. Περιγράφοντας ως άμεση απειλή για το εθνική της ασφάλεια, τη συσσώρευση του στρατιωτικού δυναμικού της Ατλαντικής συμμαχίας στις παρυφές των ρωσικών συνόρων και την ανάληψη στρατιωτικών δραστηριοτήτων κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, συνδυαστικά με την επέκταση της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη, Ασία, Ειρηνικό και Εγγύς Ανατολή, υποδεικνύει την αναφυόμενη ρευστότητα στην πλανητική και περιφερειακή σταθερότητα.

Ως εκ τούτου, ο αξονικός στόχος της Μόσχας συνδέεται με την θεμελιώδη αρχή της ισορροπίας δυνάμεων, μέσω της διεθνούς αναγνώρισης της σφαίρας επιρροής της, από τη Δύση.

Παράλληλα συμπαρατάσσεται με το Πεκίνο για την ανάδειξη ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος υπό τη βάση της αρχής της ειρηνικής συνύπαρξης – «είμαστε φίλοι με όλους». Ενώ και οι δύο, μεθοδικά και συνεργατικά, διαμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία του αμερικανικού δόγματος του νεοφιλελεύθερου ηγεμονισμού.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, στην ομιλία του, στην 18η ετήσια Σύνοδο της Λέσχης Βαλντάι (18-21.10.2021) : «ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. […]. Η εκ νέου ευθυγράμμιση της ισορροπίας δυνάμεων προϋποθέτει ανακατανομή των μεριδίων (ισχύος) προς όφελος των ανερχόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών που μέχρι τώρα ένιωθαν ότι είχαν μείνει έξω. Για να το πούμε ωμά, η δυτική κυριαρχία των διεθνών υποθέσεων, που ξεκίνησε πριν από αρκετούς αιώνες και, για σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν σχεδόν απόλυτη στα τέλη του 20ού αιώνα, δίνει τη θέση της σε ένα πολύ πιο ποικιλόμορφο σύστημα».

**

Πρώτη δημοσίευση στο imerazante.gr/