Έρευνα: Γονίδια δείχνουν γιατί η κατάθλιψη είναι διαφορετική στους άντρες και στις γυναίκες

Τι έδειξε έρευνα σε πάνω από 270.000 άτομα.
Open Image Modal
.
Pawel Wewiorski via Getty Images

Η κατάθλιψη γενικότερα θεωρείται ότι είναι πιο κοινή στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες, με τις γυναίκες να έχουν διπλάσιες πιθανότητες από τους άνδρες να λάβουν σχετική διάγνωση. Ωστόσο μια νέα μελέτη εστιασμένη στο φύλο από το McGill University έχει δείξει πως υπάρχουν διαφορές μεταξύ των γονιδίων των ανδρών και των γυναικών και το πώς σχετίζονται με την κατάθλιψη.

Σε μια έρευνα που έγινε σε πάνω από 270.000 άτομα οι ερευνητές διαπίστωσαν οι μέθοδοι πρόβλεψης που εστιάζουν στο φύλο ήταν πιο ακριβείς ως προς την πρόβλεψη του γενετικού ρίσκου ενός ατόμου για την εμφάνιση κατάθλιψης σε σχέση με μεθόδους οι οποίες δεν όριζαν φύλο.

Οι ερευνητές βρήκαν 11 τομείς του DNA που συνδέονταν με την κατάθλιψη στις γυναίκες και μόνο έναν στους άνδρες. Επίσης διαπίστωσαν ότι η κατάθλιψη συνδεόταν συγκεκριμένα με τα μεταβολικά νοσήματα στις γυναίκες, μια σημαντική πτυχή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν κατά τη θεραπεία γυναικών με κατάθλιψη.

Παρά το ότι οι βιολογικές διαδικασίες που εμπλέκονται στην κατάθλιψη είναι παρόμοιες στους άνδρες και τις γυναίκες, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως για κάθε φύλο εμπλέκονταν διαφορετικά γονίδια. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να είναι χρήσιμες ως προς την εύρεση μελλοντικών θεραπειών για την κατάθλιψη που θα είναι εστιασμένες στο κάθε φύλο.

«Είναι η πρώτη έρευνα που περιγράφει γενετικές παραλλαγές για το κάθε φύλο συγκεκριμένα που σχετίζονται με την κατάθλιψη, που είναι πολύ διαδεδομένη τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά για την ανάπτυξη εξειδικευμένων θεραπειών που θα ωφελούν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, λαμβάνοντας υπόψιν και τις διαφορές τους» λέει η Dr. Πατρίσια Πελούφο Σιλβέιρα, lead author και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχιατρικής. «Στην κλινική, η παρουσίαση της κατάθλιψης είναι πολύ διαφορετική για τους άνδρες και τις γυναίκες, καθώς και η ανταπόκρισή τους στη θεραπεία, μα δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή γιατί συμβαίνει αυτό».