Καταλήψεις: Ο λογαριασμός στους φορολογούμενους

Προβληματισμοί με αφορμή το «έθιμο» των καταλήψεων στην Αθήνα.
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου. Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επιδίκασε αποζημίωση 312.000 Ευρώ στην ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου City Plaza που τελούσε υπό κατάληψη.
Eurokinissi

Η είδηση για την αποζημίωση (312.000 Ευρώ) που επιδίκασε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου που τελούσε υπό κατάληψη, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση το «έθιμο» των καταλήψεων στην Αθήνα. Η απόφαση του ΕΔΔΑ στηρίζεται στην απροθυμία του κράτους να ανακαταλάβει το κτίριο και να το αποδώσει στην ιδιοκτήτρια. 

Την κατάληψη στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο την είχα καταδικάσει ως δήμαρχος Αθηναίων από την πρώτη στιγμή, υποβάλλοντας μάλιστα μηνυτήρια αναφορά. Η Πολιτεία όμως τότε δεν τολμούσε να τα βάλει με τους «αλληλέγγυους» και τις «συλλογικότητες».  Αυτήν την κυβερνητική αδράνεια, αυτήν την υποχώρηση απέναντι στην ιδεοληψία καλούμαστε  σήμερα  να πληρώσουμε όλοι μας.  

Εκτός από τις καταλήψεις ιδιωτικών κτιρίων, που αυθαίρετα προσβάλλουν, με το “έτσι θέλω”, το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας, υπάρχουν και οι καταλήψεις δημόσιων κτιρίων. Αυτές που υποβαθμίζουν τη δημόσια περιουσία και στερούν από δήμους, πανεπιστήμια και άλλους φορείς ευκαιρίες για αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε όλους μας. Στην περίπτωση των δήμων ειδικότερα, τίθεται, με τον πλέον απτό τρόπο, και ένα θέμα δημοκρατίας.  Μήπως την τύχη της δημοτικής περιουσίας δικαιούται να την αποφασίζει κάποιος άλλος και όχι η εκλεγμένη από τους δημότες αρχή;  

Σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, όμως, υπάρχει και άλλος λόγος. Καθ’ όλη την περίοδο 2011-2019 η δημοτική πλειοψηφία αντιτάχθηκε και στις καταλήψεις για τη στέγαση αιτούντων άσυλο, φαινόμενο που λόγω της προσφυγικής κρίσης του 2015 επεκτάθηκε σε δεκάδες δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων στην Αθήνα. Το κυριότερο πρόβλημα τότε ήταν η παντελής έλλειψη διαφάνειας, άρα ελέγχου και λογοδοσίας, για το τι συνέβαινε μέσα στις καταλήψεις. Εκεί διαβίωναν άτομα εξ ορισμού ευάλωτα, μεταξύ των οποίων μονογονεϊκές οικογένειες και ασυνόδευτοι ανήλικοι, χωρίς ουδείς να αναλαμβάνει την ευθύνη για την τήρηση κάποιων στοιχειωδών κανόνων υγιεινής αλλά και ασφάλειας. Με τη δημιουργία του καμπ του Ελαιώνα και του προγράμματος ESTIA με τη συνεργασία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. το 2015, ο Δήμος Αθηναίων επιχείρησε να απαντήσει και στο πρόβλημα της αστεγίας των προσφύγων, δημιουργώντας παράλληλα ένα τεράστιο πλέγμα συνεργασιών με την κοινωνία των πολιτών. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία δικαιολογία για αυθαίρετες καταλήψεις, που είχαν μόνο πολιτική στόχευση. 

Υπό πολύχρονη κατάληψη τελούσαν και δύο ιστορικά κτίρια του Δήμου, στα οποία δεν στεγάζονταν πρόσφυγες. Από τη στιγμή που δεν καταφέραμε να πείσουμε  τους καταληψίες να μας τα παραδώσουν, πήραμε δραστικά μέτρα. Παρά τις τεράστιες αντιδράσεις και απειλές, ο Δήμος κατάφερε να φέρει στην κατοχή του δύο εμβληματικά κτίρια της Αθήνας : τη «Βίλα Αμαλία» (το ιστορικό Β’ Γυμνάσιο Αρρένων στην Πλατεία Βικτωρίας) και τη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Χρησιμοποιώντας ευρωπαϊκούς πόρους, μετατρέψαμε το πρώτο σε σχολείο-κόσμημα και την Αγορά σε έναν πολυχώρο κοινωνικής καινοτομίας και πολιτισμού που σήμερα σφύζει από ζωή και αποτελεί το καμάρι της Φωκίωνος Νέγρη. Σε άλλες καταλήψεις, όπως αυτή της οδού Πρασσά στα Εξάρχεια, χρησιμοποιήσαμε όλα τα μέσα για να αποδοθεί το κτίριο στην κοινότητα: μηνύσεις, εξώδικα, συνεννοήσεις, διαπραγματεύσεις και βεβαίως επανειλημμένα διαβήματα στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, η αδράνεια του οποίου ήταν απαράδεκτη και σήμερα επιβεβαιώνεται από την καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ.  

Μικρή αξιοπιστία συνεπώς διεκδικούν όσοι  σήμερα ισχυρίζονται ότι ζούμε υπό το κράτος μιας ακροδεξιάς αυταρχικής διακυβέρνησης. Ας βρουν επιτέλους κάποιο άλλο, πειστικότερο, αφήγημα να μας πουν. ’Ας κοιταχτούν για λίγο στον καθρέφτη, γιατί οι ευθύνες τους είναι τεράστιες και τις είχαμε επισημάνει από τότε. Αν μπει κάποιος στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου των ετών 2015-2109, θα διαπιστώσει ότι δεν χρειαζόταν μεγάλη σοφία για να προβλέψει κανείς ότι η κυβερνητική ανοχή στην ανομία, μοιραία κάποια στιγμή θα νομιμοποιούσε στα μάτια της κοινωνίας την καταστολή.