Το μεγαλύτερο «shutdown» στην ιστορία των ΗΠΑ

O Nτόναλντ Τραμπ ωστόσο δεν θα κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης
|
Open Image Modal
Kevin Lamarque / Reuters

Η αναστολή λειτουργίας μέρους των υπηρεσιών του ομοσπονδιακού κράτους έσπασε κάθε ρεκόρ στην αμερικάνικη ιστορία, ενώ όπως όλα δείχνουν δεν υπάρχει ένδειξη για άμεσο συμβιβασμό ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τους Δημοκρατικούς ώστε να βρεθεί κάποια λύση μέσα στις επόμενες μέρες. Το shutdown εισήλθε στην 22η μέρα του και ως εκ τούτου κατέστη μεγαλύτερο κι από αυτό επί των ημερών του Μπιλ Κλίντον στην προεδρία, το 1995-1996.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος, το βράδυ της Παρασκευής ωστόσο, ξεκαθάρισε την απόφασή του να μην κηρύξει -τουλάχιστον ακόμα- τη χώρα του σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, γεγονός που είχε ανακοινώσει από την Πέμπτη. Ο Ντόναλντ Τραμπ διευκρίνισε ωστόσο πως το Κογκρέσο, πέρασε ψήφισμα με το οποίο οι δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν επηρεαστεί από το «λουκέτο» στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες, θα μπορέσουν να πληρωθούν.

Το ψήφισμα ειδικότερα εξασφαλίζει ότι θα λάβουν χρήματα αναδρομικά οι περίπου 800.000 υπάλληλοι που δεν εργάζονται στις υπηρεσίες που έχουν κλείσει από τις 22 Δεκεμβρίου, ενώ τώρα θα πρέπει να υπογραφεί από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Την ίδια ώρα, απουσία της πλειονότητας των Ρεπουμπλικάνων βουλευτών και γερουσιαστών, πέρασε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισμα για να ανοίξουν ορισμένες από τις υπηρεσίες που επηρεάζονταν από το «λουκέτο» που επέβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος για να ασκήσει πίεση και να πάρει τη χρηματοδότηση που θέλει για το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό.

Μεταξύ των 240 που ψήφισαν «ναι», έναντι 179 που το απέρριψαν, ήταν και 10 Ρεπουμπλικάνοι. Έτσι, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα λειτουργήσουν πάλι το υπουργείο Εσωτερικών,η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος και κάποιες ακόμη μικρότερες υπηρεσίες.

Στη δεινή οικονομική θέση στην οποία βρίσκονται χιλιάδες εργαζόμενοι αναφέρθηκε και το περιοδικό Politico μέσα από πρόσφατο δημοσίευμά του. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, οι περίπου 800.000 ομοσπονδιακοί υπάλληλοι που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας ή εξακολουθούν να εργάζονται χωρίς να πληρώνονται θα αρχίσουν να περιορίζουν την αγοραστική τους ικανότητα, καθώς τελειώνει η εβδομάδα που διανύουμε, αν φυσικά όντως δεν πληρωθούν.

Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχοντας συμβόλαια μαζί της, αλλά κι άλλοι εργαζόμενοι που συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με το ομοσπονδιακό σύστημα πληρωμής καταγράφουν ήδη ζημίες στις δραστηριότητες τους από το συνεχιζόμενο «λουκέτο», ενώ η πρόσφατη προειδοποίηση για πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από τη Fitch Ratings, στην περίπτωση που η διακοπή της λειτουργίας των ομοσπονδιακών υπηρεσιών συνεχιστεί, προκαλεί έντονες ανησυχίες και για την αξιοπιστία της αμερικανικής οικονομίας γενικότερα.

Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Σύμφωνα με τα αμερικανικά δίκτυα ενημέρωσης εξάλλου το οικονομικό κόστος του «shutdown» κοστίζει περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο δολάρια κάθε εβδομάδα και για όσο η διακοπή αυτή συνεχίζεται δεδομένου ότι οι χιλιάδες ομοσπονδιακοί εργαζόμενοι που έχουν αναγκαστεί να παραμείνουν στα σπίτια τους, δεν παράγουν τίποτα.

Αυτή τη στιγμή το πρόβλημα είναι εντονότερο στις περιοχές εκείνες όπου κατοικούν μόνιμα οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως για παράδειγμα η Ουάσιγκτον. Έκθεση της Moody’s Analytics ανέφερε πως ένα στα έξι επαγγέλματα έχει υποστεί ισχυρό πλήγμα λόγω του shutdown.

Να σημειωθεί ότι για την 16ήμερη διακοπή λειτουργίας των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2013 η κυβέρνηση Ομπάμα είχε εκτιμήσει ότι το οικονομικό κόστος είχε φτάσει στα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Στο κόστος αυτό δεν είχε υπολογιστεί η απώλεια εσόδων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από διάφορους φορείς ή υπηρεσίες που λειτουργούν με την υποστήριξη του ομοσπονδιακού κράτους (π.χ. εθνικά πάρκα).

Υπενθυμίζεται επίσης πως η μερική διακοπή λειτουργίας των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης συνεχίζεται σε μία περίοδο κατά την οποία το προφίλ της αμερικανικής οικονομίας παραμένει αβέβαιο. Ο ρυθμός της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης επιβραδύνεται, οι εμπορικές διαμάχες υποβόσκουν, οι συνέπειες από την αύξηση του επιπέδου των σταθερών επιτοκίων της Fed αρχίζουν να διαφαίνονται, ενώ ο βιομηχανικός τομέας κι ο κατασκευαστικός τομέας δείχνουν σημάδια αδυναμίας.