Το πρωτογενές πλεόνασμα που χρωστάμε στην Εφορία

Το πρωτογενές πλεόνασμα, η Εφορία - τα σπίτια και τα μαγαζιά των Ελλήνων
Open Image Modal
Gutzemberg via Getty Images

Η είδηση ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των Ελλήνων προς το Δημόσιο - φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων - ξεπέρασαν στα τέλη του 2018 αθροιστικά τα 190 δισεκατομμύρια και υπερκαλύπτουν για πρώτη φορά το ΑΕΠ, δεν προκαλεί κατάπληξη μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία οκτώμισι χρόνια (στοιχεία ΑΑΔΕ με βάση την είσπραξη δημόσιων εσόδων των υπηρεσιών της Φορολογικής και Τελωνειακής Διοίκησης).

Υπάρχουν εξηγήσεις και διαφορετικοί τρόποι να ερμηνεύει κανείς τα γεγονότα και τους αριθμούς.

Για κάποιον, υπάρχει το «ελαφρυντικό» ότι λόγω της κρίσης (ας μην χρησιμοποιήσουμε τον όρο «χρεωκοπία», για λόγους ευγένειας) το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά πολλές δεκάδες δισ., οπότε κατέστη δυνατό να ξεπεράσουν τα ανεξόφλητα χρέη μας στο δημόσιο το ύψος του ΑΕΠ.

Για τους περισσότερους οικονομικούς αναλυτές, ωστόσο, αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορούν να παραβλέψουν - πολύ περισσότερο σε μία χώρα που ζει υπό την δαμόκλειο σπάθη πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία επί του παρόντος είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει ετησίως, ακόμα και αν δεν έχει... να φάει.

Η Ελλάδα επιτυγχάνει, λοιπόν, τον στόχο του πλεονάσματος για το 2018.

Αλλά οι Ελληνες ζουν με έλλειμμα στο νοικοκυριό τους ή στο μαγαζί τους, αφού οι εισπράξεις δεν φτάνουν για να καλύψουν τρέχουσες δαπάνες για βασικές ανάγκες, λογαριασμούς και φυσικά τους φόρους *.

Η απάντηση του ελληνικού κράτους σε αυτή την πραγματικότητα βασίζεται σε δύο κινήσεις: 

- αυστηροποίηση των νόμων ώστε να πιεστεί ο φορολογούμενος και να κάνει «προτεραιότητα» την καταβολή των φόρων

- ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων, με τελευταίο παράδειγμα τον σχεδιασμό για 120 δόσεις, που αντιλαμβανόμαστε άπαντες ως προσωρινή λύση

Ενα βασικό ερώτημα είναι, πόσο μακριά μπορεί να πάει μία οικονομία βασιζόμενη στην παραδοχή ότι όλο και περισσότεροι θα χρωστούν όλο και περισσότερα στο δημόσιο.

Ενα δεύτερο ερώτημα είναι, πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η εικόνα της ελληνικής οικονομίας, εάν τα ίδια χρήματα που καταλήγουν στο πλεόνασμα έπεφταν στην αγορά για να «μοχλευθούν», γυρίζοντας από χέρι σε χέρι.

Εχω και μία φιλική συμβουλή - προς τη σημερινή και την αυριανή κυβέρνηση (γιατί αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει με τις εκλογές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος): Μία καλή αρχή θα ήταν να αρχίσουμε - χθες - να φωνάζουμε όλοι μαζί κατά της επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων. Να μην την αντιμετωπίζουμε ως επιτυχία, αλλά ως κατάρα. Και να διεκδικήσουμε το αυτονόητο: Τα χρήματα του πρωτογενούς πλεονάσματος, τα οποία στην ουσία χρωστάμε όλοι μαζί στην Εφορία, να πάνε όλα στις δημόσιες επενδύσεις.

Γιατί μόνο τότε θα πειστούν να επενδύσουν σοβαρά οι ξένοι στην Ελλάδα και μόνο τότε θα έχουμε ελπίδα να ανακάμψουμε πραγματικά.

Και στα σπίτια - και στα μαγαζιά μας. 

* ΥΓ: Το άρθρο αυτό επρόκειτο να δημοσιευθεί την Τετάρτη 10 Απριλίου. Ωστόσο, μας πρόλαβε η έκθεση του ΔΝΤ, όπου επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η περαιτέρω αύξηση φόρων και εισφορών, αγγίζοντας το 49% επί του ΑΕΠ για το 2018.