Γλυπτά Παρθενώνα: Ο Ελγιν δεν πλήρωσε ούτε δασμούς για την «εισαγωγή» τους στη Βρετανία

Επιστολές των αρχών του 19ου αιώνα αποκαλύπτουν ότι ο υπουργός Εξωτερικών της εποχής βοήθησε τον Έλγιν να εισάγει τα τεράστια φορτία με τα Γλυπτά.
|
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Ο Λόρδος Ελγιν εισήγαγε τα Γλυπτά του Παρθενώνα στη Βρετανία χωρίς να πληρώσει τελωνειακούς φόρους μετά από παρέμβαση του υπουργού Εξωτερικών, αποκαλύπτουν επιστολές που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα.

Τα έγγραφα που επικαλείται ο Guardian, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές του 19ου αιώνα, δείχνουν ότι αφού άρπαξε τα μάρμαρα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα στην Αθήνα, ο Ελγιν βοηθήθηκε να φέρει τα τεράστια φορτία με τα μάρμαρα στη Βρετανία από τον υπουργό, ο οποίος «ήξερε τι ετοίμαζει ο Ελγιν», σύμφωνα με έναν ιστορικό της περιόδου.

Οι επιστολές δείχνουν επίσης ότι ο Ελγιν σκόπιμα υποβάθμισε την αξία των γλυπτών, περιγράφοντας μια αποστολή το 1803 ως «ασήμαντες αντίκες και μάρμαρα».

Ο Ελγιν σκόπευε να εκθέσει τα γλυπτά στο μεγαλοπρεπές σπίτι του στη Σκωτία, αλλά ήθελε να αποφύγει να πληρώσει τους υψηλούς τελωνειακούς δασμούς που επιβάλλονται σε γλυπτά μάρμαρα, που θα έφταναν τις δεκάδες χιλιάδες λίρες σε σημερινά χρήματα.

Τώρα προέκυψε ότι υποστηρίχθηκε από τον Βισκάουντ Κάσλρεϊ, τον τότε υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος έδωσε εντολή σε αξιωματούχους το 1812 να του επιτρέψουν να εισάγει μια τεράστια παρτίδα 86 κιβωτίων μαρμάρων «με τον ίδιο τρόπο όπως το προηγούμενο μέρος της συλλογής του, χωρίς δασμούς».

Ο ιστορικός που βρήκε τα γράμματα πιστεύει ότι ο Κάσλρεϊ μπορεί να ήλπιζε τελικά να αποκτήσει τα γλυπτά για το έθνος, όπως συνέβη στη συνέχεια το 1816 αφότου ο Ελγιν αναγκάστηκε να πουλήσει.

Ο Κάσλρεϊ ήταν η βασική προσωπικότητα που έπεισε το βρετανικό κοινοβούλιο να αγοράσει τα μάρμαρα - μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη πράξη που είχε καταδικαστεί εκείνη την εποχή.

Αν ναι, «αυτό εμπλέκει την κυβέρνηση πιο στενά στη συζήτηση για την τύχη των μαρμάρων σήμερα – η κυβέρνηση ήταν πιο υπεύθυνη για την κατάκτησή τους από ό,τι είχε υποτεθεί», σύμφωνα με τον ιστορικό.

Ο Δρ. Κιθ Χάμιλτον, πρώην ιστορικός του Υπουργείου Εξωτερικών, είπε στον Guardian ότι η αναφορά στην επιστολή του 1803 –που γράφτηκε από έναν δημόσιο υπάλληλο στους τελωνειακούς, με βάση τις παρατηρήσεις του Ελγιν– σε «μερικά ασήμαντα… μάρμαρα» ήταν «σίγουρα μια σημαντική υποτίμηση» που έδειξε ότι ο Ελγιν προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την ιδιότητά του ως διπλωμάτης για να αποφύγει τους φόρους.

Η επιστολή του 1812 «… δείχνει ότι ο Κάσλρεϊ ήξερε τι ήθελε να κάνει ο Ελγιν», σύμφνα με τον Χάμιλτον.. «Γνώριζε καλά την ποιότητα και την ποσότητα των ″αγορών″ του Ελγιν και μπορεί κάλλιστα να γνώριζε εκ των προτέρων τις προθέσεις του πρώην πρέσβη».

Ωστόσο, ο Χάμιλτον είπε ότι η επιστολή δεν προσέφερε ισχυρή απόδειξη για τη συμμετοχή της βρετανικής κυβέρνησης σε «αυτό που κάποιοι θα έβλεπαν ως λεηλασία», όπως σημειώνει.

Ο Τζέφρι Ρόμπερτσον, κορυφαίος δικηγόρος και υπέρμαχος της επιστροφής των μαρμάρων, είπε ότι οι νέες επιστολές «προστίθενται στα σημαντικά στοιχεία ότι η βρετανική κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη, νομικά, για τη ληστεία του Ελγιν-μια μη εξουσιοδοτημένη απομάκρυνση που πέτυχε με άφθονη δωροδοκία Τούρκων αξιωματούχων ώστε να κάνουν τα στραβά μάτια ενώ οι εργάτες του άρπαζαν τα αγάλματα από τους τοίχους του ναού. Στο διεθνές δίκαιο, η συμπεριφορά ενός πρεσβευτή συνεπάγεται την ευθύνη του κράτους του. Αυτά τα νέα έγγραφα δείχνουν ότι η κυβέρνηση βοήθησε και υποστήριξε την κλοπή, επιτρέποντας τα μάρμαρα να εισέλθουν χωρίς τελωνειακό έλεγχο ή δασμούς».

Σε ανακοίνωσή του, το Βρετανικό Μουσείο είπε ότι «παρακολουθεί με ενδιαφέρον όλες τις νέες έρευνες για την ιστορία της συλλογής του;ς. Είμαστε ανοιχτοί και διαφανείς σχετικά με την κληρονομιά των αντικειμένων στη μόνιμη συλλογή μας. Η διαπίστωση της προέλευσης ενός αντικειμένου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας απόκτησης του μουσείου εδώ και δεκαετίες».

Εκπρόσωπος του Υπουργείου Πολιτισμού, Μέσων και Αθλητισμού του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε: «Τα γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο ανήκουν νόμιμα στους διαχειριστές του μουσείου, το οποίο είναι λειτουργικά ανεξάρτητο από την κυβέρνηση. Οι αποφάσεις σχετικά με τη φροντίδα και τη διαχείριση των συλλογών του είναι υπόθεση των διαχειριστών».

Πηγή: Guardian