Ζώντας στον μετα-Αμερικανικό κόσμο

Η «πρώτη μεγάλη κρίση του μετα-αμερικανικού κόσμου».
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Ο Καρλ Μπιλτ, πρώην υπουργός εξωτερικών της Σουηδίας, έκανε πριν λίγες μέρες ένα tweet που συζητήθηκε πολύ: Ζούμε, έγραφε, «την πρώτη μεγάλη κρίση του μετα-αμερικανικού κόσμου».

Η φράση παραπέμπει σε ενα βιβλίο που ήταν το απόλυτο πολιτικό μπεστ-σέλερ του 2008, το βιβλίο που είχε μαζί του ο Μπαράκ Ομπάμα όταν περιόδευε την Αμερική στην πρώτη του προεκλογική εκστρατεία: “The post-American world” του Fareed Zakaria. Η κεντρική ιδέα του βιβλίου, απλοποιώντας την, ήταν πως σε έναν κόσμο όπου η ισχύς διαχέεται- όχι επειδή η Αμερική πρακμάζει μα επειδή αναδύονται ισχυρές νέες δυνάμεις, η Κίνα, η Ινδία ή μη κυβερνητικοί οργανισμοί με μεγάλη επιρροή- οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να είναι η ισχυρότερη χώρα του κόσμου, αλλά όχι τόσο ώστε να ηγεμονεύουν δια της ισχύος. Θα μπορούν, στην καλύτερη περίπτωση, να οδηγούν τον κόσμο με την δύναμη του παραδείγματος και με διαδικασίες, ας τις πούμε, πιο συναινετικές.

Αποτυχημένη διαχείρηση

Δέκα χρόνια και μια κρίση αργότερα, ο όρος «μετα-αμερικανικός κόσμος» παίρνει άλλο νόημα. Είναι ένας κόσμος στον οποίο η Αμερική δεν επιδιώκει καν να ηγεμονεύσει, δεν ασκεί “leadership”  αλλά “disruption”. Αποχωρεί από διεθνείς συμφωνίες. Ανταγωνίζεται όλους τους θεσμούς διεθνούς συνεργασίας, περιλαμβανομένου ακόμη και του Παγκόσμιου Ορανισμού Υγείας, σε καιρό πανδημίας. Σαμποτάρει την συνεργασία σε επίδεδο G-20 και κάθε απόπειρα διεθνούς συνεννόησης και συντονισμού απέναντι στην κοινή απειλή του covid-19. Αντί διεθνούς συνεργασίας προβάλει ένας «εμβολιαστικός εθνικισμός».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η απόπειρα εξαγοράς ενός γερμανικού βιο-εργαστηρίου που είχε κάνει πρόοδο στην δημιουργία αξιόπιστων τεστ. Όσο για την δύναμη του παραδείγματος, το παράδειγμα είναι το χειρότερο δυνατό. Οι ΗΠΑ διεκδικούν να είναι το διεθνές υπόδειγμα μιας αποτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας.

Ο Πρόεδρος Τραμπ σπατάλησε ένα μήνα μέχρι να συμβιβαστεί με την ιδέα των αναπόφευκτων μέτρων περιορισμού. Προσπάθησε να αποφύγει την καραντίνα για να σώσει την οικονομία- και την προεκλογική του καμπάνια. Και καταλήγει με πολύ περισσότερους νεκρούς και μεγαλύτερη οικονομική ζημία.

Πρωτοφανές θέαμα

Στην αρχή επέμενε πως είναι ένας «κινέζικος ιός», από τον οποίο είναι εύκολο να φυλαχτεί η Αμερική. Αρκεί να κλείσει τα σύνορα με την Κίνα. Έπειτα βεβαίωνε πως ο ιός δεν είναι παρά μια γρίπη, για την οποία δεν αξίζει να ανησυχούμε υπερβολικά. Και μάλιστα μια γρίπη λιγότερο φονική από την κοινή, την συνηθισμένη γρίπη. Τελευταία φορά που το είπε δημόσια ήταν στις 9 Μαρτίου, όταν η Ιταλία μετρούσε ήδη 500 νεκρούς.

Κι όταν πια ήταν αδύνατο να διαψευστεί το αδιάψευστον του κινδύνου, ο Πρόεδρος ξεκίνησε μια καθημερινή εκπομπή στην τηλεόραση, κάτι σαν πρόγραμμα τηλε-πωλήσεων, όπου αυτό που πωλείται είναι ελπίδα και παρηγοριά. Κάθε απόγευμα η συνέντευξη Τύπου από τον Λευκό Οίκο γίνεται υποκατάστατο προεκλογικής εκστρατείας.

Ο Πρόεδρος μιλά τριπλάσιο χρόνο από τους Αμερικανούς «Τσιόδρες», τους ειδικούς επιστήμονες. Και όταν δεν επιτίθεται σε πολιτικούς αντιπάλους και δημοσιογράφους, μοιράζει αβάσιμες (έως επικίνδυνες) ελπίδες: Να, το εμβόλιο όπου να ναι ετοιμάζεται. Να, βρέθηκε ένα φάρμακο θαυματουργό και όλα θα τελειώσουν (το φάρμακο κρίθηκε αναποτελεσματικό και ίσως επικίνδυνο από το FDA, αλλά τι σημασία έχει). Να, το Πάσχα όλοι θα πάμε στην εκκλησία. Και- την περασμένη Πέμπτη- να, λίγο σολάριουμ και λίγο ενδοφλέβιο αντισηπτικό θα σας γιατρέψει. Κι έπειτα, όλοι ευτυχισμένοι θα πάτε στις κάλπες του Νοεμβρίου να με ψηφίσετε.

Είναι, πράγματι, πρωτοφανές το θέαμα ενός Πρέδρου που ανταγωνίζεται δια της επικοινωνίας την πραγματικότητα, την πραγματικότητα των νεκρών που έχουν ξεπεράσει τις 50.000 και των νέων ανέργων που έχουν ξεπεράσει τα 25 εκατομμύρια.

Αλλά το γελοίον του θεάματος δεν μπορεί να κρύψει από τα μάτια μας το κρίσιμο ερώτημα: Αν ο Τραμπ είναι η γκροτέσκα εκδοχή του πράγματος, η ίδια η τάση της απόσυρσης της Αμερικής από την διεθνή σκηνή είναι συγκυριακή, ταυτισμένη με την δική του περσόνα ή είναι μια τάση διαρκέστερη, που χωρις την δική του υπερβολή και την δική του χυδαιότητα θα χαρακτηρίζει μονιμότερα την αμερικανική πολιτική; Και μήπως αυτή η τραμπκή υπερβολή, μας βοηθά να το συνειδητοποιήσουμε καλύτερα και να προαρμοστούμε γρηγορότερα στην πραγματικότητα ενός «μετα-αμερικανικού κόσμου»;

Αυτός ο «μετα-αμερικανικός κόσμος» θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει σε μια καλύτερη διεθνή συνεννόηση και διακυβέρνηση. Προς το παρον μοιάζει να είναι απλώς με ένα άθροισμα επιθετικών εθνικισμών: «Η Αμερική πρώτα», «η Ινδία πρώτα», «η Κίνα πρώτα». Με την Ευρώπη να μοιάζει να είναι ένα μοναχικό «νησί της λογικής», που ακόμη διστάζει να κάνει ό,τι χρειάζετα για να συνεχίσει να υπάρχει.-