Δημιουργική ασάφεια και άγονη σαφήνεια

Έχοντας ξεκινήσει με την επαγγελία αναμόρφωσης ολόκληρης της ευρωπαϊκής πολιτικής, η κυβέρνηση καθηλώνεται σήμερα σε μια αβέβαιη προσπάθεια προσαρμογής της στην «λανθασμένη ευρωπαϊκή συνταγή», την οποία επεδίωκε να ανατρέψει. Διεκδίκησε αρχικά «χρόνο και όχι χρήμα», όμως, ενώ χρόνο έλαβε, οι ανάγκες σε χρήμα θα είναι τον Ιούνιο μεγαλύτερες από ό,τι προ 4μηνου. Ο αναξιοποίητος χρόνος δεν είναι χρήμα και όσο αυτός παρέρχεται, τόσο τα προβλήματα συσσωρεύονται και επιδεινώνονται, ώστε το κόστος των διευθετήσεων να επαυξάνεται για όλες τις πλευρές.
|
Open Image Modal
DANIEL ROLAND via Getty Images

Κατά τις πρώτες 100 ημέρες της νέας κυβέρνησης, η ελληνική οικονομία φέρεται να «παγώνει» σε αναμονή του σήματος επανεκκίνησης από την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους στις Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη, Βερολίνο, Παρίσι και Ρήγα της Λετονίας. Ενόσω αυτές παρατείνονται και βαλτώνουν, τόσο η οικονομία αδρανεί και κατά συνέπεια τόσο περισσότερο μειώνεται η ικανότητα της να παράγει εισοδήματα και επαρκή πλεονάσματα προκειμένου να αποπληρώνει τακτικά και απρόσκοπτα τις οφειλές της.

Αυτό οφείλουν να γνωρίζουν αμφότερες οι πλευρές των διαπραγματευομένων και κατά συνέπεια να επισπεύδουν, αντί να καθυστερούν, το τελικό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, οι νόμιμες και δικαιολογημένες προσδοκίες των δανειστών δεν θα έπρεπε να αντιτίθενται με αυτές της οφειλετριας χωράς, αλλά θα οφείλαν κατ' ανάγκην να συμπίπτουν προς την αυτή κατεύθυνση για την όσο το δυνατόν ταχύτερη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και αύξηση του εθνικού εισοδήματος της, που αποτελεί και την απαράκαμπτη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της υγιούς αποπληρωμής κάθε οφειλής.

Εν τούτοις, πάρα πασά λογική και αυτονόητη προσδοκία, η διαπραγμάτευση εξελίσσεται σε ατέρμονα παρτίδα από θανατηφόρες «μπλόφες» και αβέβαιο τελικό αποτέλεσμα. Κάθε πλευρά δοκιμάζει τις αντοχές της άλλης και με τελικό θύμα όχι μόνον την ελληνική οικονομία, αλλά εξ ίσου και όχι λιγότερο την αξιοπιστία και εύρυθμη λειτουργία του συνόλου της Ευρωζώνης.

Προσάπτεται στην ελληνική πλευρά «έλλειμμα» διαπραγματευτικής εμπειρίας και ικανότητος, σωρευτικά «σφάλματα» τόσο έναντι του εξωτερικού, της άλλης πλευράς, όσο και έναντι του εσωτερικού. Ο απολογισμός των 100 ημέρων κυβερνητικού και διαπραγματευτικού έργου παρουσιάζεται ως «συντριπτικός» εις βάρος της χωράς: η αναμενομένη κοινωνική και οικονομική αφύπνιση στο εσωτερικό της πολύ απέχει από το να επιβεβαιώνεται, η χωρά κατόρθωσε να απωλέσει κάθε στήριγμα και συμμαχία που επιβαλλόταν και μπορούσε να συνάψει με άλλες ομοιοπαθείς εντός της Ευρωζώνης, αλλά και με ορισμένους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καταλήγοντας να εμφανίζεται στην καλύτερη περίπτωση ως μοναχικός και ακατανόητος «Δον Κιχώτης», στη χειρότερη ως «μαύρο πρόβατο».

Έχοντας ξεκινήσει με την επαγγελία αναμόρφωσης ολόκληρης της ευρωπαϊκής πολιτικής, καθηλώνεται σήμερα σε μια αβέβαιη προσπάθεια προσαρμογής της στην «λανθασμένη ευρωπαϊκή συνταγή», την οποία επεδίωκε να ανατρέψει. Διεκδίκησε αρχικά «χρόνο και όχι χρήμα», όμως, ενώ χρόνο έλαβε, οι ανάγκες σε χρήμα θα είναι τον Ιούνιο μεγαλύτερες από ό,τι προ 4μηνου. Ο αναξιοποίητος χρόνος δεν είναι χρήμα και όσο αυτός παρέρχεται, τόσο τα προβλήματα συσσωρεύονται και επιδεινώνονται, ώστε το κόστος των διευθετήσεων να επαυξάνεται για όλες τις πλευρές.

Προς καθησυχασμό των πιστωτών προβλήθηκε αναμόρφωση της διαπραγματευτικής ομάδας και νέα κατανομή αρμοδιοτήτων σε αυτήν, πλην όμως, ακόμη μια φορά, ενώ υποτίθεται ότι κάποια πράγματα αλλάξαν, η ευρωπαϊκή πλευρά εξακολουθεί να αποδίδει στην ελληνική το αυτό μοιραίο «έλλειμμα» διαπραγματευτικού στόχου και «μειωμένη» διαπραγματευτική ικανότητα.

Ασφαλώς, η πολιτική βούληση για την επίτευξη συμφωνίας είναι απαραίτητη, όμως δεν αρκεί: χρειάζεται ακόμη και η σχετική διαπραγματευτική ικανότητα, που, με την διαιωνιζομένη χρονοτριβή, αμφισβητείται και εξανεμίζεται. Η αρχική ορμητικότητα για ανατροπή των ευρωπαϊκών πράγματων κίνδυνοί σήμερα να συρρικνωθεί στη διεκδίκηση μιας απλής συμφωνίας έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η «δημιουργική ασάφεια» της συμφωνίας της 20ης Φεβρουάριου, αντί για πλεονέκτημα του οφειλέτη, κινδυνεύει, όσο οι διαπραγματεύσεις παρατείνονται, να αποδειχθεί μειονέκτημα του. Ό,τι δεν κλείνει στη βραχεία περίοδο υπερ. της αδύναμης πλευράς, καταλήγει στη μακρά περίοδο εις βάρος της και υπερ. της ισχυρής.

Όσον αφορά στην ευρωπαϊκή πλευρά, τα πράγματα δεν δείχνουν περισσότερο σοβαρά και υπεύθυνα, αλλά ούτε και πιο παραγωγικά: καταγράφεται όχι μικρότερο, αλλά ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητος και αναπόφευκτα καθοριστικότερη ευθύνη για το τέλμα των διαπραγματεύσεων. Εάν αληθεύει ότι η ελληνική πλευρά εμφανίζει μειωμένη διαπραγματευτική ικανότητα, θα όφειλε η ευρωπαϊκή και ιδίως η γερμανική, από την στιγμή που φιλοδοξεί να ηγείται της νομισματικής περιοχής του ευρώ, να αναπληρώνει το ελληνικό έλλειμμα καταθέτοντας προτάσεις με αυξημένη ευθύνη και σοβαρότητα, που διασώζουν την αξιοπιστία και εύρυθμη λειτουργία του συνόλου της Ευρωζώνης και όχι αυτές που σήμερα την παγιδεύουν ολόκληρη στην κλιμάκωση του αποπληθωρισμού και της αποσύνθεσης.

Πρώτα από όλα, τι εξυπηρετεί η κατά γερμανική αξίωση πρωτοφανής μυστικότητα των διαπραγματεύσεων, ώστε να αδυνατεί η κοινή γνώμη να κατανείμει ευθύνες για την χρονοτριβή τους; Έπειτα, είναι γεγονός ότι σε κάθε συνάντηση της Ομάδας των Βρυξελλών, η ευρωπαϊκή πλευρά, επωφελουμένη από αδυναμίες της ελληνικής, εμφανίζει πρόσθετες και αυξημένες απαιτήσεις. Ο πρόεδρος του Γιουρογκρουπ Γείρουν Νταισελμπλουμ εκτίμησε πρόσφατα ως «λογικό και αναμενόμενο» ότι ανοίγει η όρεξη των δανειστών, όσο διαγνώσουν αδυναμίες και σύγχυση από την πλευρά του οφειλέτη, όμως ο ίδιος έσπευσε να παραδεχθεί το εξ ίσου «λογικό και αναμενόμενο» συμπέρασμα ότι κάθε μονομερής αύξηση απαιτήσεων εγκαθιστά προσθετό εμπόδιο στην επίτευξη τελικής συμφωνίας.

Διαπιστώνεται ακόμη «αθέμιτη» διαπραγματευτική συμπεριφορά από ευρωπαϊκής πλευράς: η Ελλάδα δεν είναι υπερχρεωμένη έναντι τρίτων, αλλά έναντι εταίρων στο κοινό τους νόμισμα. Αμφότεροι έχουν συμφέρον να προασπίζουν το κοινό νόμισμα και όχι οι η ισχυρή πλευρά των δανειστών να επιρρίπτει κάθε κόστος στην αδύναμη. Στην σημερινοί περίπτωση, αφού οι εταίροι είναι ταυτόχρονα και δανειστές, αυτό τους κάνει να ενεργούν περισσότερο με την δεύτερη ιδιότητα και πολύ λιγότερο ή και καθόλου με την πρώτη.

Ενώ διατείνονται ότι «βοηθούν» την υπερχρεωμένη χωρά, στην πραγματικότητα συμπεριφέρονται ως δανειστές όχι σε συμμαχική χωρά, αλλά σε ξένη, χρεωκοπημένη και κατακτημενη. Διευκολύνσεις που επιτρέπουν ανετά για τους ιδίους απορρίπτουν χωρίς συζήτηση για τον οφειλέτη. Οι οροί τους δεν αποβλέπουν στην σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά κατά πρώτο λόγο στην άμεση και μονόπλευρη εξασφάλιση των πιστωτών, με συνέπεια την εξώθηση και διατήρηση της χωράς στην ύφεση.

Η εμμονή στην απόσπαση αυξημένου πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος για πληρωμές τόκων συνεπάγεται αυτόματα την διατήρηση της οικονομίας σε μηδενικούς ρυθμούς ρυθμούς, εάν όχι αρνητικούς. Η πρόσφατη εμμονή στην κάλυψη προσθετού δημοσιονομικού κενού 3 δις συνεπάγεται αυτόματα προσθετή απόσπαση πόρων από την ελληνική οικονομία και μάλιστα την στιγμή ακριβώς που αυτοί είναι απαραίτητοι για την σταθεροποίηση της. Οπωσδήποτε, είναι ηρωική και θα πρέπει να εκτιμηθεί από όλους η αμετάκλητη δέσμευση της ελληνική πλευράς στην απόρριψη υφεσιακων μέτρων επιώ μισθών και συντάξεων. Όμως, η συρρίκνωση των πραγματικών εισοδημάτων και οι υφεσιακές επιπτώσεις μπορούν να προέλθουν δι' άλλης οδού, όπως π.χ. από την υπερφορολογήσει, από την αύξηση του ΦΠΑ, από τις πρόσθετες περικοπές δημοσίων δαπανών με αιτιολογία την εξασφάλιση πλεονάσματος υπερ των δανειστών.

Κάθε απόσπαση πόρων από την οικονομία ενέχει αναπόφευκτο υφεσιακό αποτέλεσμα, εκτός εάν οι πόροι δι' άλλης οδού (π.χ. δημοσιές επενδύσεις) επιστρέφουν σε αυτήν και ανακυκλώνονται εντός της οικονομίας. Ακόμη και η υψηλότερη φορολόγηση των ανωτέρων εισοδημάτων, παρότι επιβεβλημένη και κοινωνικά δίκαιη, ενέχει κι αυτή υφεσιακό κίνδυνο, ενόσω τα έσοδα της παραδίδονται καθ' ολοκληρία στους πιστωτές και δεν επιστρέφουν έστω εν μέρει στην οικονομία. Δεν υπάρχει υγιές πλεόνασμα ενόσω η οικονομία παραμένει στην ύφεση και σε παρόμοιες συνθήκες κάθε πλεόνασμα που δεν ανακυκλώνεται στην οικονομία επιδεινώνει την ύφεση ακόμη περισσότερο. Εάν πρέπει απαραιτήτως να αποσπάται κάποιο πλεόνασμα, θα όφειλε επίσης αυτό να παραμένει οπωσδήποτε χαμηλότερο του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και όχι υψηλότερο, σε αντίθεση με τις σημερινές διεκδικήσεις των δανειστών.

Εάν τουλάχιστον η κυβέρνηση αναγνώριζε ότι προσθετά φορολογικά μετρά είναι μεν υφεσιακά, αλλά της επιβάλλονται από την αρπακτικότητα των δανειστές, θα ήταν πειστικότερη. Εάν κατόρθωνε να σχεδιάσει ρυθμό ανάπτυξης ανώτερο του επιβαλλομένου από τους δανειστές πλεονάσματος, αυτό θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναγνωρισθεί ως επιτυχία της. Ωστόσο, για υψηλότερο αναπτυξιακό στόχο απαιτούνται προσθετά χρήματα όχι βέβαια για τους δανειστές, αλλά για την αναγκαία εισροή δημοσίων επενδύσεων στην οικονομία. Ενώ παράλληλα τόσο το διαθέσιμο χρήμα όσο και ο εναπομένων χρόνος συρρικνώνονται, σαν ανθεί που μαραίνονται προτού προλάβουν ν 'ανθίσουν.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος το συμπέρασμα ότι όλες οι χώρες μέλη οφείλουν να προσαρμόζονται στον σημερινό ευρωπαϊκό μονόδρομο που δεν οδηγεί πουθενά αλλού, πάρα στην καταστροφή. Αυτό θα μπορούσε να υποτεθεί, εάν η Ευρωζώνη με τις ισχύουσες πολίτικες της κατέγραφε επιτυχίες. Στην πραγματικότητα, εξ αίτιας των «μονόδρομων» της, η Ευρωζώνη περιέρχεται σε όλο και βαθύτερο αδιέξοδο, μέχρι σημείου να αμφισβητείται η επιβίωση της στο άμεσο μέλλον. Θα έπρεπε το ελληνικό πρόβλημα να μην αντιμετωπίζεται με πειθαρχικά μετρά, ως «ειδική περίπτωση» και «ανωμαλία» μιας μεμονωμένης χωράς, αλλά με σταθεροποιητικά μετρά, ως ενδεικτικό του προβλήματος στο οποίο εμπλέκονται σήμερα όλες χωρίς εξαίρεση οι ευρωπαϊκές χώρες και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο σύνολο του.

Το δημόσιο χρέος συνεχίζει ακόμη και σήμερα να αυξάνεται σε σχέση με το εθνικό εισόδημα όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρωζώνη και αυτό είναι πρόβλημα όχι μιας χωράς, αλλά όλων μαζί και της εσφαλμένης πολιτικής που εφαρμόζεται παντού χωρίς εξαίρεση προς αντιμετώπιση του. Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει την λαϊκή εντολή να καταδείξει και να πείσει την Ευρώπη για τις μέχρι σήμερα εσφαλμένες, αντιπαραγωγικές και καταστροφικές επιλογές της τόσο για την χωρά όσο και για ολόκληρο το ευρωπαϊκό εγχείρημα.-