Η κρίση του Covid-19, τα κορονο-ομόλογα και η νέα οικονομία

Με ένα απλό παράδειγμα
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Η κρίση που COVID-19, που οι περισσότεροι από εμάς βιώνουμε έγκλειστοι στα σπίτια μας τις τελευταίες εβδομάδες, αρθρώνεται σε ένα σύνθετο και δισεπίλυτο με συμβατικά μέσα πρόβλημα – τόσο στο πεδίο της δημόσιας υγείας όσο και σε εκείνο της οικονομίας – που όπως διαφαίνεται θα μας απασχολήσει για πολύ καιρό ακόμα μετά την λήξη των περιοριστικών μέτρων. 

Ξεκινώντας από τα μέχρι τώρα δεδομένα στο πεδίο της υγείας, οι ειδικοί φαίνεται να συμφωνούν σε ορισμένα – συνδυαστικά κρίσιμα – συμπεράσματα. Το πιο ανησυχητικό από αυτά είναι ότι το 60 έως 80 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού σε βάθος χρόνου θα μολυνθούν από τον ιό. Αν αυτό το πολλαπλασιάσει κανείς επί την (σημαντικά μεγαλύτερη του μηδενός) πιθανότητα να νοσήσουν, όσοι τουλάχιστον ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, μπορεί να καταλάβει ότι, χωρίς αποτελεσματική (προς το παρόν) φαρμακευτική αγωγή, ένα σημαντικό μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (τουλάχιστον όσοι/όσες έχουν υποκείμενα νοσήματα) ενδέχεται να εργάζονται και να καταναλώνουν υπό αναστολή ακόμα και μετά την λήξη της παρούσας περιόδου της επιδημίας.

Πώς προέκυψε το κορονο - ομόλογο

Επιπλέον, στην πλευρά της κατανάλωσης η εν λόγω αναστολή αφορά και τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, ειδικά σε πολλούς κλάδους του τομέα των υπηρεσιών. Όπως είναι ο τουρισμός, η αναψυχή, τα ταξίδια, η εστίαση, κλπ, που ειδικά στη χώρα μας έχουν πολλαπλασιαστική διάχυση στο σύνολο της οικονομίας. Το παραπάνω ενδεχόμενο ενισχύεται από το ότι οι ειδικοί της υγείας επίσης εικάζουν την εποχικοποίηση της επιδημίας (όπως συμβαίνει με την κοινή γρίπη), χωρίς ωστόσο να μπορούν ακόμα να προβλέψουν αν αυτό συμβεί πριν ή μετά από την ευρεία χρήση αποτελεσματικών φαρμάκων και – με ακόμα μικρότερες πιθανότητες για το «πριν» – εμβολίου.

Από τα παραπάνω νομίζω ότι προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι, στο πεδίο της οικονομίας, η κρίση του COVID-19 – και η καθόλου ασήμαντη πιθανότητα εμφάνισης νέων παρόμοιων μολυσματικών ασθενειών στο άμεσο μέλλον – μετατρέπονται σε κρίση ζήτησης/κατανάλωσης και προσφοράς/παραγωγής – συνδυαστικά – και (λόγω των παγκοσμιοποιημένων αγορών) σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά συνέπεια, οι (εκάστοτε) ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, και μαζί τους τα συστήματα υγείας, η κοινωνική ασφάλιση, και η οικονομία στο σύνολο της, δεν αναμένεται να περάσουν εύκολες μέρες χωρίς άμεση, δραστική και – εκ των πραγμάτων αντισυμβατική – παρέμβαση πολιτικής.

Έχοντας πλέον αγγίξει την μαγική λέξη «πολιτική» ας δούμε πρώτα επιγραμματικά την υφιστάμενη κατάσταση. Ο εγκλεισμός στο σπίτι, και η παρεπόμενη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος, πολλών εργαζομένων στους πληττόμενους κλάδους έχει ορθά οδηγήσει τις κυβερνήσεις σε μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και καταναλωτών ταυτόχρονα με την ενίσχυση των συστημάτων υγείας για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στα έκτακτα έξοδα τους, έτσι ώστε να περάσει η κρίσιμη τρέχουσα περίοδος της πανδημίας με τις λιγότερες κατά το δυνατόν απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και στην διαβίωση του γενικού πληθυσμού.

Αυτό βέβαια συνεπάγεται βραχυχρόνια ελλείμματα στους δημόσιους προϋπολογισμούς που υπό την προοπτική της υστέρησης της ανάκαμψης, ανάλογα και με την διάρκεια των περιοριστικών μέτρων, οδηγεί αναπόφευκτα τις οικονομίες με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο σε ανάγκες εσωτερικού ή/και εξωτερικού δανεισμού.

Η τελευταία πηγή χρηματοδότησης είναι φυσικά και η βέλτιστη, για κάθε χώρα ξεχωριστά, δεδομένου ότι η πρώτη – ιδιαίτερα σε χώρες με ένδεια εσωτερικών αποταμιευτικών πόρων – μπορεί κυρίως να υλοποιηθεί μέσω έκτακτων φόρων και περικοπών, κάτι όμως που οδηγεί σε εμβάθυνση της ύφεσης, συντήρηση της και μετά την λήξη του εγκλεισμού, και σε αποδυνάμωση των αποτελεσμάτων των δημοσιονομικών πολιτικών στήριξης των εισοδημάτων.

Αυτός είναι και ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου ζητούν την έκδοση «κορονο-ομολόγων». Μέσω των τελευταίων επιτυγχάνεται η διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου για όλους – μέσω της αμοιβαιοποίησης των έκτακτων βαρών για τα οποία ουδείς ευθύνεται – αλλάζοντας βέβαια την διανομή της συνολικής πίτας – υπέρ των ελλειμματικών χωρών – συγκριτικά με την προ κρίσης διανομή.

Αυτό ωστόσο που δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται οι (γνωστές) ανθιστάμενες σε αυτή την πολιτική χώρες είναι ότι η ενδεχόμενη συρρίκνωση της συνολικής πίτας μπορεί, λόγω αυτής ακριβώς της αντίστασης τους, να είναι τόσο μεγάλη ώστε το κομμάτι που θα μείνει σε αυτούς να είναι σε απόλυτο μέγεθος μικρότερο από ότι αν συναινούσαν στην βέλτιστη συλλογικά λύση. Θα τελειώσω εδώ αυτή την αναφορά επισημαίνοντας ότι, δεν είναι η πρώτη φορά που ζούμε τέτοια προβλήματα σύγκρουσης συμφερόντων στην ΕΕ, που, αν δεν οδηγηθεί (ελπίζω σύντομα) σε πραγματική οικονομική και πολιτική ένωση, θα καταλήξει αναπόφευκτα – με οδηγό έναν ατομικό ορθολογισμό περιορισμένης εμβέλειας – σε διάλυση. 

Ένα όχι και τόσο υποθετικό  παράδειγμα

Τι πρέπει λοιπόν, από εδώ και εμπρός, να γίνει; Πως μπορεί και πρέπει οι φορείς πολιτικής να δράσουν, υπό το φώς, η μάλλον το σκοτάδι, μιας – πιθανής (ακόμα και αν όλα πάνε καλά με τον COVID-19) – προοπτικής διαδοχικής αναστολής ή/και μη συμβατικής πραγματοποίησης της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω νέων παρόμοιων πανδημιών ή μολυσματικών ασθενειών – παράπλευρων αποτελεσμάτων της προϊούσας επιδείνωσης του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής; Ας το δούμε μαζί με ένα απλό παράδειγμα. 

Ας υποθέσουμε ότι μια ανοικτή οικονομία, που λειτουργεί υπό καθεστώς κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, συγκροτείται από δύο μόνον κλάδους. Τουρισμό και Γεωργία.

Οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι κάθε κλάδου ανταλλάσσουν (αγροτικά) προϊόντα και (τουριστικές) υπηρεσίες – μεταξύ τους και με τον υπόλοιπο κόσμο – μέσω συναλλαγών με νόμισμα που εκδίδει η κεντρική τράπεζα της εν λόγω οικονομίας.

Ας υποθέσουμε επίσης - για απλούστευση - ότι, με το νόμισμα αυτό, η κεντρική τράπεζα (που λειτουργεί και ως κυβέρνηση)  αγοράζει τις πρώτες ύλες, την ενέργεια,  και τα ενδιάμεσα προϊόντα που απαιτούνται για την παραγωγή, και των δυο κλάδων, και τα παρέχει στους εργοδότες, ως δημόσια αγαθά, χρηματοδοτώντας τις σχετικές δαπάνες μέσω γενικευμένης φορολογίας στον πληθυσμό. 

Με τους πόρους από την φορολογία η κυβέρνηση επίσης χρηματοδοτεί την παροχή δημόσιας υγείας. Κατά την περίοδο του κορονο-εγκλεισμού, ο τουρισμός  θα χάσει πιθανότατα όλο του το εισόδημα. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι στον κλάδο αυτόν, για να ζήσουν,  θα πρέπει, είτε να ρευστοποιήσουν πλήρως τις αποταμιεύσεις τους, είτε, αν αυτές δεν επαρκούν (λόγω προγενέστερης δημοσιονομικής κρίσης), να ρευστοποιήσουν (μέσω έκτακτης φορολογίας, έστω μόνο στους εργοδότες) σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων των εργοδοτών και των δυο κλάδων.

Περαιτέρω, η εν λόγω φορολογική αποστράγγιση των αποταμιεύσεων αναπόφευκτα θα μεγεθυνθεί προκειμένου να διοχετευθούν πόροι και στο σύστημα υγείας έτσι ώστε να μην καταρρεύσει υπό το βάρος των έκτακτων αναγκών για ειδική περίθαλψη. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι, λόγω της πανδημίας, θα φτωχύνουν, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και εργοδότες, και των δυο κλάδων, και πολλές επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου θα κλείσουν.

Αυτό ωστόσο  που υποκρύπτεται στους προηγούμενους συλλογισμούς είναι ότι, ακόμα και αν την αμέσως επόμενη περίοδο η συγκεκριμένη πανδημία βρίσκεται υπό πλήρη έλεγχο (χωρίς νέα κρούσματα), η οικονομία στο σύνολο της δεν θα διαθέτει πλέον επαρκείς αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις (σε ενέργεια, πρώτες ύλες, κλπ) για την επαναλειτουργία του τουριστικού κλάδου, ενώ λόγω των προσδοκιών νέας επιμόλυνσης η/και νέας επιδημίας και μολυσματικών ασθενειών, οι εργαζόμενοι/καταναλωτές και των δυο κλάδων θα μπορούν να συμπεριφέρονται, όπως στην παρελθούσα περίοδο, μόνο αν υποστηρίζονται – σε μόνιμη πλέον βάση – από ένα επανασχεδιασμένο και επαρκώς χρηματοδοτημένο σύστημα υγείας, στο οποίο θα έχουν προστεθεί νέες υπηρεσίες (υγειονομικής ασφάλειας των χώρων εργασίας και των προϊόντων, ελέγχου, ιχνηλάτισης, και θεραπείας κρουσμάτων μολυσματικών ασθενειών, κλπ).

Στο μεταξύ, πολλοί εργαζόμενοι του τουριστικού κλάδου, θα έχουν ήδη στραφεί αναζητώντας απασχόληση στην αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα οι μισθοί, και το εισόδημα στον κλάδο αυτόν να μειωθούν, όπως και οι τιμές και στους δυο κλάδους. Αν κάτι άλλο δεν συμβεί, επομένως, η εκφυλιστική διαδικασία - δαπάνης και εισοδημάτων- θα διαχυθεί και στην επόμενη περίοδο, και η οικονομία του παραδείγματος μας αναπόφευκτα θα οδεύσει σε ισορροπία σταθερής κατάστασης χαμηλότερης ευημερίας συγκριτικά με την προ-κορωνοιού περίοδο.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι λόγω της παγκόσμιας πανδημίας η υποθετική μας οικονομία δεν μπορεί να περιμένει ότι ο υπόλοιπος κόσμος θα καλύψει, τουλάχιστον επαρκώς, τις ανάγκες της σε δανειακά κεφάλαια για αποκατάσταση της λειτουργίας της όπως στην προ της πανδημίας περίοδο.  Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; 

Λύσεις και προβλήματα

Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι η παρέμβαση πολιτικής πρέπει να είναι άμεση, καινοτόμα και δραστική. Και ο βέλτιστος τρόπος που μπορεί να γίνει αυτό, με τα διαθέσιμα οικονομικά εργαλεία, είναι η έκδοση νέου χρήματος από την κεντρική τράπεζα. Κατά προτεραιότητα πιστώνοντας τους λογαριασμούς των εργοδοτών του τουριστικού κλάδου και, κυρίως, χρηματοδοτώντας τις απαραίτητες επενδύσεις στον αναδυόμενο πλέον – ως μη υποκαταστάσιμη εισροή για την ανέλιξη των υπολοίπων – κλάδο της οικονομίας, εκείνο της αναβαθμισμένης δημόσιας υγείας, χωρίς να εγγράψει στο ενεργητικό της τα χρήματα αυτά ως απαιτήσεις έναντι δανείων. 

Παραβιάζει άραγε τα θέσφατα της λειτουργίας των αγορών αυτό το νέο χρήμα; Όχι, και ο λόγος είναι νομίζω αρκετά εύληπτος. Τι είναι αλήθεια το δάνειο; Ουσιαστικά πρόκειται για μεταφορά παραγμένης αξίας, από τον δανειστή στον δανειολήπτη, έναντι απαιτήσεων αξίας που θα παραχθεί από τον τελευταίο στο μέλλον, συν το κόστος ευκαιρίας του δανειστή από την τοποθέτηση των χρημάτων του στην αμέσως λιγότερο κερδοφόρο επένδυση. Στην περίπτωση μας, ωστόσο, χωρίς επενδύσεις στην δημόσια υγεία – ως προϋπόθεση για την απρόσκοπτη συνέχεια της παραγωγής και της κατανάλωσης – δεν αναμένεται να παραχθεί, τουλάχιστον ισοδύναμη αξία, οπουδήποτε στο μέλλον. Επί πλέον, μια ίσης αξίας μεταφορά θα ήταν μάλλον απίθανο να γίνει μέσω των αγορών λόγω του γνωστού προβλήματος του «δωρεάν επιβάτη». Δηλαδή, με δεδομένο ότι όλοι θα ωφεληθούν από μια τέτοια επένδυση, κανείς ξεχωριστά δεν θέλει να αναλάβει το κόστος της. 

Μήπως όμως η έκδοση νέου χρήματος θα οδηγήσει σε πληθωρισμό, τέτοιον ώστε να ακυρώσει ουσιαστικά την αναμενόμενη αύξηση του εισοδήματος της οικονομίας; Όχι, γιατί σε συνθήκες χαμηλών μισθών – τιμών στους συμβατικούς κλάδους κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί πριν η οικονομία επιστρέψει στην προ- πανδημίας ισορροπία εισοδήματος και δαπάνης. Αυτό που αντίθετα αναμένεται είναι η αύξηση του πραγματικού πλούτου της «νέας» – πλέον – οικονομίας, λόγω αύξησης της διεθνούς ζήτησης για υπηρεσίες τουρισμού και κατανάλωση αγροτικών προϊόντων, καθώς και της αναδυόμενης ζήτησης για αναβαθμισμένες και ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Η αύξηση αυτή πυροδοτείται ουσιαστικά από τις επενδύσεις στην υγεία που με τη σειρά τους καθιστούν τα εν λόγω αγαθά ασφαλέστερα/ποιοτικότερα έναντι του ανταγωνισμού. Η χρηματοδότηση επομένως αυτού του νέου πραγματικού πλούτου με νέο χρήμα – χωρίς πληθωρισμό – είναι αυτονόητη. 

Μήπως τέλος το τοπικό νόμισμα θα υποτιμηθεί και επομένως οι εισαγωγές πρώτων υλών, ενέργειας, και εξειδικευμένων εισροών για το αναβαθμισμένο σύστημα υγείας, θα ακριβύνουν τόσο ώστε να αντισταθμίσουν τα παραπάνω ευμενή αποτελέσματα της νομισματικής χρηματοδότησης; Και πάλι όχι, γιατί – όπως είδαμε παραπάνω – η ζήτηση των τοπικών προϊόντων και υπηρεσιών, και άρα του τοπικού νομίσματος, από τον υπόλοιπο κόσμο αναμένεται να αυξηθεί. 

Η αναγωγή των παραπάνω στο επίπεδο της ΕΕ και της ΕΚΤ επαφίεται στους αναγνώστες.