Παύλος Τσίμας: Η νέα ηγεσία της Ευρώπης

Η Ελλάδα επιστρέφει στην ευρωπαϊκή της κανονικότητα, αλλά ποια Ευρώπη θα βρει να την περιμένει;
Open Image Modal
Zbynek Pospisil via Getty Images

Όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα - οι δύο του 2012 και οι δύο του 2015 - είχαν, πέρα και πάνω από τα επιμέρους πολιτικά τους διλήμματα, ένα κεντρικό, υπέρτερο δίλημμα, το δίλημμα της Ευρώπης. Η Ευρώπη που βοηθά/τιμωρεί, που δανείζει/επιβάλει λιτότητα, ήταν πεδίο εσωτερικού διχασμού. Και η συμμετοχή της χώρας στην Ευρώπη ήταν το ερώτημα πάνω από όλα τα ερωτήματα. Αυτή τη φορά, στις εκλογές της Κυριακής, η Ευρώπη δεν είναι πια θέμα. Η συμμετοχή δεν είναι πια επίδικο. Σαν να επιστρέφουμε σ′ εκείνη την προ του 2009 «κανονικότητα», όπου η Ευρώπη ήταν το αυτονόητο, το εκτός συζήτησης- και συζητούσαμε για όλα τα άλλα.

Η Ελλάδα επιστρέφει στην ευρωπαϊκή της κανονικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά ποια Ευρώπη θα βρει να την περιμένει αυτή τη φορά; Όχι εκείνη που ήξερε το 2009, την «δεδομένη» Ευρώπη. Μα μια Ευρώπη που έχει γίνει η ίδια ένα σκληρό πεδίο μάχης. Μια Ευρώπη – στοίχημα.

Οι ευρωεκλογές ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη της χρονιάς. Τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα είδαν την δύναμή τους να μειώνεται και την πλειοψηφία τους να εξανεμίζεται. Μα, από την άλλη, η άνοδος της αντί-ευρωπαϊκής ή ευρώ-σκεπτικιστικής δεξιάς ήταν μικρότερη του αναμενόμενου. Η συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές ήταν μεγαλύτερη του αναμενόμενου. Και η άνοδος των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων εξισορρόπησε την πτώση Λαϊκών και Σοσιαλιστών στο εσωτερικό ενός ισχυρού ευρωπαϊκού μπλοκ.

Η δεύτερη μάχη ήταν η μακρά διαπραγμάτευση για την επιλογή των προσώπων που θα ηγηθούν των ευρωπαϊκών θεσμών. Ήταν μια διαπραγμάτευση δύσκολη, που απαίτησε δεκάδες ώρες διαπραγματεύσεων και τέσσερις συνόδους κορυφής. Ως διαδικασία ήταν μια ήττα, μια υποχώρηση της ευρωπαϊκής ιδέας. Ως επιλογή συγκεκριμμένων προσώπων μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια.

Μικρή αναδρομή στο παρελθόν

Ο πρώτος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 1957, ήταν ένας Γερμανός, πρώην αιχμάλωτος πολέμου, ο Βάλτερ Χάλσταιν, που έμεινε στην θέση αυτή δέκα ολόκληρα χρόνια.Ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα που διεκδικούσε να είναι ένας πραγματικός «πρωθυπουργός της Ευρώπης», διαμόρφωσε σε διαρκή σύγκρουση με τις εθνικές κυβερνήσεις και ιδίως με τον Ντε Γκωλ, ένα πλαίσιο αρμοδιοτήτων και παραιτήθηκε μετά από μια τελευταία μεγάλη σύγκρουση με τον εκπρόσωπο του εθνικού μεγαλείου της Γαλλίας.

Από τότε, άλλοτε οι επικεφαλής των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών επέβαλαν άχρωμους και άοσμους Προέδρους, όπως ο αξέχαστος Γκαστόν Τορν ή, πιο πρόσφατα, ο Μπαρόζο, κι άλλοτε, σπανιότερα, ένας ισχυρός και φιλόδοξος Πρόεδρος, με πιο εμβληματικό το παράδειγμα του Ζακ Ντελόρ, επιχειρούσε να αποσπάσει χώρο από τα εθνικά κράτη για να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό κάστρο.

Αυτός ο διαρκής, συνήθως σιωπηλός και υπόγειος, μερικές φορές δημόσιος και βροντερός πόλεμος ανάμεσα στην φεντεραλιστική, δημοκρατική φιλοδοξία και την επίμονη άρνηση των μεγάλων κρατών της Ευρώπης να παραχωρήσουν κάτι από το «εθνικό κεκτημένο» τους διαρκεί 70 χρόνια τώρα.

Το 2014 συμφωνήθηκε να επιχειρηθεί ένα βήμα εμπρός. Συμφωνήθηκε ότι ο επόμενος Πρόεδρος της Κομισιόν δεν θα προκύψει από τα παζάρια των ηγετών των ισχυρών κρατών, αλλά από την ψήφο των Ευρωπαίων πολιτών. Συμφωνήθηκε, δηλαδή, οι ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες να έχουν έναν επικεφαλής του ψηφοδελτίου τους που θα είναι και υποψήφιος Πρόεδρος της επόμενης Επιτροπής. Ο Τσίπρας ήταν ο υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ο Γιούνκερ του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Το ΕΛΚ ήρθε πρώτο στις ευρωεκλογές και οι αρχηγοί των κρατών, μάλλον απρόθυμα, είπαν ότι θα τηρήσουν την υπόσχεσή τους. Δεν ήταν εύκολο. Ουγγαρία και Ηνωμένο Βασίλειο είχαν αντιρρήσεις. Έγινε ψηφοφορία και ο Γιούνκερ πέρασε με 26 ψήφους στις 28.

Αυτή θα ήταν η δεύτερη φορά που θα εφαρμοζόταν αυτός ο τρόπος επιλογής ηγεσίας. Αλλά το Λαϊκό Κόμμα έκανε το λάθος να επιλέξει έναν υποψήφιο, τον Μάνφρεντ Βέμπερ, που ήταν απίθανο να γίνει αποδεκτός από τα άλλα κόμματα και πολλές πρωτεύουσες. Αρχισε, λοιπόν, ένα πρωτοφανές παζάρι σε κοινή θέα που, κάποιες στιγμές, έδινε την εικόνα μιας Ευρώπης χωρίς πυξίδα, χωρίς οδηγό στο τιμόνι.

Συμβιβασμοί

Η Μέρκελ δέχθηκε έναν συμβιβασμό, όπου θα θυσίαζε τον υποψήφιο του δικού της κόμματος χάριν της υποψηφιότητας του δεύτερου κόμματος, των Σοσιαλιστών. Αλλά ο συμβιβασμός κατέρρευσε μπροστα σε μια πρωτοφανή εξέγερση των ανατολικοευρωπαίων και του Σαλβίνι.

Κι εκεί που όλα έδειχναν αδιέξοδα, προέκυψε ένας νέος συμβιβασμός με την Γερμανίδα Υουργό Αμυνας Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν επικεφαλής της Κομισιόν και την Κριστίν Λαγκάρντ στο πιο κρίσιμο πόστο- του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τον συμβιβασμό συμπληρώνουν ένας φιλεύθερος Βέλγος στην προεδρία του Συμβουλίου, ένας Ισπανός στην εξωτερική πολιτική κι ένας Ιταλός στην προεδρία του ευρωκοινοβουλίου.

Αν η διαδικασία του 2014 ήταν ένα βήμα εκδημοκρατισμού των ευρωπαϊκών θεσμών και η εισαγωγή μιας μεγαλύτερης δόσης Ευρώπης, ο συμβιβασμός του 2019 είναι, ως διαδικασία, ένα βήμα πίσω.

Η νέα Πρόεδρος (αν το ευρωκοινοβούλιο καταπιεί τις αντιρρήσεις και την υπερψηφίσει) είναι ένα πρόσωπο που δεν εκτέθηκε στην κρίση των Ευρωπαίων πολιτών. Και ο τρόπος επιλογής της επαναφέρει την Ευρώπη στις χειρότερες εκδοχές διακρατικής διεύθυνσης, όπου όλα είναι ένα παζάρι μεταξύ κυβερνήσεων, με εθνικά πολιτικά κριτήρια.

Η επιλογή της, επίσης, μολονότι μοιάζει με θρίαμβο της Μέρκελ, που επιβάλει για πρώτη φορά από το 1957 Γερμανική προεδρία στην Επιτροπή, είναι και μια απόδειξη των ορίων της ισχύος- και του προσώπου και της χώρας.

Μένουν τα πρόσωπα τα ίδια

Η κα. Φον Ντερ Λάιεν, πέρα από τις πολιτικές της αρετές και αδυναμίες, είναι ένα πρόσωπο της γραμμής Μέρκελ, της κοινωνικής και μετριοπαθούς, συναινετικής δεξιάς. Με καταγωγή από οικογένεια ευγενών του Αννοβέρου, γεννημένη στις Βρυξέλλες, όπου ο πατέρας της έζησε πολλά χρόνια ως ανώτερο στέλεχος της ευρω-γραφειοκρατίας, πολύγλωσση, και οπαδός, όπως η ίδια έχει δηλώσει, των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Θα είναι, δηλαδή, ένας διαδοχος του Γιούνκερ, με λιγότερη μεσογειακή εξωστρέφεια στην συμπεριφορά (ίσως και με λιγότερο αλκοόλ στο αίμα), αλλά στην ίδια γραμμή σκέψης και πολιτική παράδοση.

Η κα. Λαγκάρντ, από την άλλη πλευρά, είναι (και μας είναι) απολύτως γνώριμο πρόσωπο- συχνά με στάτους ροκ σταρ- και με γωνστές πολιτικές αρετές και αμαρτίες. Το πλεονέκτημά της είναι ότι έζησε ως πρωταγωνίστρια όλες τις φάσεις της κρίσης (και της ελληνικής) έκανε μεγάλα λάθη, αλλά τα αναγνώρισε εκ των υστέρων και φέρει την όψιμη σοφία από την διαχείριση τοιυ δράματος. Είναι δικηγόρος και όχι οικονομολόγος- δηλαδή η ειδικότητά της είναι η τέχνη των συμβιβασμών και των ισορροπιών, όχι η οικονομική δογματική. Και, ακόμη και αν δεν δείξει τις αρετές του προκατόχου της, πάντως θα συνεχίσει στο πνεύμα του. Στο πνεύμα του «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί» (ακόμη κι αν είναι οικονομικά ανορθόδοξο, ακόμη κι αν ενοχλεί την γερμανική οικονομική ορθοδοξία) για να σώσουμε το ευρώ από τους κινδύνους μιας επερχόμενης νέας ύφεσης.

Ίσως, λοιπόν, καθώς η Ευρώπη ετοιμάζεται να διασχίσει και πάλι ταραγμένα νερά, τα δύο νέα πρόσωπα στα κρισιμότερα πόστα της- γυναίκες και οι δύο- να επιτρέπουν μια μικρή ανάσα αισιοδοξίας στο μάλλον απαισόδοξο σκηνικό.