Ο Απαραίτητος Αποχαιρετισμός της Μακεδονίας

Για πολλούς είναι συναισθηματικά επώδυνος. Ταυτόχρονα όμως είναι και απαραίτητος.
Open Image Modal
Ognen Teofilovski / Reuters

Η Συμφωνία των Πρεσπών υπεγράφη στο χωριό Ψαράδες στην ελληνική ακτή της Μεγάλης Πρέσπας την Κυριακή 17 Ιουνίου του 2018, επικυρώθηκε από τη βουλή της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πλέον Βόρειας Μακεδονίας) στις 11 Ιανουαρίου του 2019 και από την ελληνική βουλή στις 25 Ιανουαρίου του 2019. Όλα τα παραπάνω αφορούν το πολιτικό σκέλος του σύγχρονου Μακεδονικού.

Υπάρχει όμως και ένα άλλο κομμάτι, μεγάλο και σημαντικό που αφορά τον πολιτισμό, την κληρονομιά, την ταυτότητα και κυρίως την αντίληψη και την αυτό-εικόνα για όλα τα παραπάνω. Αν και οι ιστορικοί θα είναι πιο ακριβολόγοι και θα έχουν περισσότερα να αναλύσουν πάνω σε αυτό, οι εικόνες αυτές των οικείων ομάδων αποκρυσταλλώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την παγίωση και εγκαθίδρυση των εθνοκεντρικών αντιλήψεων για την Μακεδονία στο κυρίαρχο ρεύμα (mainstream).

Και ενώ το Φεβρουάριο του 1992 παράγοντες της Θεσσαλονίκης διοργάνωναν ογκώδη συλλαλητήρια και το Μάρτιο του ίδιου έτους πέθαινε ο αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, σε ένα δημοτικό σχολείο του Πειραιά, όπως φαντάζομαι και σε άλλα σχολεία σε όλη τη χώρα, οι δάσκαλοι μοίραζαν στους μαθητές προπαγανδιστικό υλικό για την αποκλειστική ελληνικότητα της Μακεδονίας. Το υλικό αυτό σκοπό είχε να αναδείξει την προσπάθεια «κλοπής» της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου του Β’ οικοδομώντας μια κυρίαρχη αφήγηση γύρω από το αρχαίο κλέος και αποσιωπώντας όλες τις άλλες διαστάσεις του ζητήματος. Οι μαθητές, όπως και όλη η κοινωνία, μέσω της υποστήριξης της μιας και μοναδικής, αντικειμενικής πραγματικότητας έγιναν δέκτες της πολιτικής χρήσης της ιστορίας και της κληρονομιάς. Και δεν ήταν μόνο η επιρροή του σχολείου. Το habitus μπολιάστηκε με στοιχεία, ιδέες, αφηγήσεις, εικόνες που στόχευαν και κατάφεραν την κανονικοποίηση της εθνοκεντρικής θέσης. Γενιές γαλουχήθηκαν με την κανονικότητα αυτή και ουδέποτε αναρωτήθηκαν ή αμφισβήτησαν την απολυτότητά της.

Τρεις δεκαετίες αργότερα, τα δύο αντιμαχόμενα κράτη συμφώνησαν σε ένα πλαίσιο ρύθμισης της διαφοράς τους και εξομάλυνσης των σχέσεών τους. Η συμφωνία τους από τη μία διευθέτησε τα ζητήματα της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς υπέρ της ελληνικής εκδοχής αλλά από την άλλη οδήγησε στην παραδοχή, ή τουλάχιστον στην αναγκαιότητα της παραδοχής, ότι το βασικό σύνθημα των ξεσηκωμών της δεκαετίας του 1990, «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» ήταν εσφαλμένο. Η γεωγραφική Μακεδονία δεν μπορεί να είναι μία και ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά ελληνική. Με λίγα λόγια, με τον θάνατο ή τουλάχιστον με την περιθωριοποίηση της αφήγησης αυτής το 2019 οι Έλληνες αναγκάζονται να αποχαιρετίσουν τη Μακεδονία.

Ο αποχαιρετισμός της Μακεδονίας για πολλούς είναι συναισθηματικά επώδυνος. Ταυτόχρονα όμως είναι και απαραίτητος.

Οι άνθρωποι τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο βιώνουν απώλειες και αναγκάζονται να αποχαιρετούν ανθρώπους, καταστάσεις, τόπους πραγματικούς ή φαντασιακούς, περιόδους, αντιλήψεις και ιδέες. Ακριβώς για αυτό το σκοπό οι κοινωνίες κατασκευάζουν τελετουργίες αποχαιρετισμού. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα άτομα όπου ακολουθούν διαδικασίες αποχωρισμού που καθιστούν την απώλεια ευκολότερη. Τουλάχιστον στο επίπεδο της αντίληψης, το κλείσιμο μιας περιόδου σηματοδοτεί και την αρχή μιας νέας. Η αποδοχή και προσαρμογή σε ένα καινούριο «κύκλο» απαιτεί το τέλος του προηγούμενου.

Το γεγονός ότι τις πιο πολλές φορές δεν είμαστε έτοιμοι να πούμε το αντίο είναι ακριβώς το στοιχείο αυτό που καθιστά τις τελετές απαραίτητες. Σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου η συνεχής και ταχύτατη ροή των πραγμάτων δεν μας δίνει χρόνο για πνευματικά διαλείμματα, η τελετουργική σηματοδότηση ενός ξεχωριστού γεγονότος σπάει τη ρουτίνα, τέμνει την καθημερινότητα και έτσι υπογραμμίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της στιγμής της μετάβασης.

Η τελετή αποχαιρετισμού είναι σημαντική γιατί αφενός δίνει έμφαση στην αλλαγή και αφετέρου, αναγκάζοντας το άτομο ή την ομάδα να αντικρύσει κατάματα την απώλεια, έχει θεραπευτική επίδραση οδηγώντας προς την αποδοχή.

Αποχαιρετισμός δεν σημαίνει λησμοσύνη αλλά αντιθέτως αλλαγή οπτικής για το παρελθόν, το μέλλον και το τώρα. Πολλές φορές ο βίαιος αποχωρισμός δίνει την εντύπωση του αδιεξόδου. Δίνει την εντύπωση ότι η ζωή δεν μπορεί να συνεχιστεί μετά από αυτό. Και όμως, η απόκτηση όπως και η απώλεια είναι διαδικασίες φυσιολογικές σε όλα τα επίπεδα της ζωής.

Επιστρέφοντας στην απώλεια της Μακεδονίας όπως αυτή βιώνεται από μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων, η ομαλή διαδικασία αποδοχής των νέων καταστάσεων περνά μέσα από τον αποχαιρετισμό και την αποδοχή του θανάτου της ιδέας της μίας και αποκλειστικής Μακεδονίας.

Η άρνηση της αποδοχής των νέων πραγματικοτήτων θα μπορούσε να εγκλωβίσει την ελληνική κοινωνία σε μια κατάσταση όπου ενώ οι τρέχουσες διεθνείς πολιτικές εξελίξεις θα κινούνται με βάση τον ορίζοντα της πολιτικής, διακρατικής συμφωνίας, η ίδια θα βιώνει και θα ονειρεύεται το παρελθόν και το μέλλον με βάση την προηγούμενη φαντασιακή και ιδεολογική αντίληψη. Στην ουσία θα αντιλαμβάνεται και θα ερμηνεύει με το βλέμμα στο παρελθόν.

Αν η αποδοχή της απώλειας μοιάζει πολύ βαριά, μην ξεχνάμε ότι αντίστοιχες συνειδητοποιήσεις θα αναγκαστούν να κάνουν και οι Μακεδόνες της Βόρειας Μακεδονίας και θα πρέπει να ακολουθήσουν και αυτοί τις δικές τους τελετουργίες. Έτσι μια αμοιβαία επώδυνη στιγμή, όπου οι ομάδες έχουν πραγματοποιήσει τις τελετές του αποχαιρετισμού, φέρει τη δυνατότητα για την οικοδόμηση ενός νέου τρόπου συνύπαρξης. Μέχρι να κλείσει και αυτός ο «κύκλος» για να δώσει τη θέση του στον επόμενο.