Το «μεγάλο παζάρι» για τα F-35 και οι ενστάσεις

Μας συμφέρει; Είναι έτοιμες οι Η.Π.Α. να δεχθούν τη σημαντική αμυντική ενίσχυση της Ελλάδας, διακινδυνεύοντας περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών τους με την Τουρκία;
|
Open Image Modal
via Associated Press

Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στις Η.Π.Α. έρχεται σε μία συγκυρία κατά την οποία ξεχωρίζουν τα ζητήματα αμυντικού ενδιαφέροντος. Τα πρόσφατα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου διαβεβαιώνουν ότι στο επίκεντρο των συζητήσεων θα τεθεί για μία ακόμη φορά το ενδεχόμενο αγοράς των αμερικανικών μαχητικών F-35.

To F-35 είναι το πλέον προηγμένο μαχητικό που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε υπηρεσία και ο κατάλογος των χωρών που επιθυμούν την απόκτησή του διαρκώς μεγαλώνει. Παρ’ όλα αυτά, το ενδεχόμενο απόκτησής του από την Ελλάδα, έχει εγείρει και σημαντικές ενστάσεις, τις οποίες θα προσπαθήσουμε επιγραμματικά να παρουσιάσουμε:

Α) Το κόστος. Τη στιγμή που οι Ένοπλες Δυνάμεις ανακάμπτουν από την εικοσαετή σχεδόν εγκατάλειψή τους, οι ανάγκες είναι πάρα πολλές και πιεστικές, ενώ οι διατιθέμενες πιστώσεις περιορισμένες. Τυχόν αγορά των F-35 θα απαιτήσει πάνω από 3-4 δισ. ευρώ, θα γίνει λοιπόν εις βάρος πλειάδας άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων, που είναι αναγκαία και η κάλυψή τους εκκρεμεί εδώ και πολλά χρόνια: παρωχημένα οπλικά συστήματα που περιμένουν την αναβάθμιση ή την αντικατάστασή τους, συστήματα χωρίς ανταλλακτικά και συμβάσεις υποστήριξης, αεροπλάνα καθηλωμένα, πλοία που κλείνουν την πεντηκονταετία και πολλά άλλα.

Β) Ο χρόνος παραλαβής. Όπως είδαμε και στην περίπτωση των Ραφάλ και των φρεγατών Μπελαρά, ο σύντομος χρόνος παράδοσης ήταν ένα κομβικό σημείο, στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη σημασία η κυβέρνηση. Από την άλλη, η προμήθεια F-35 είναι μία πολύχρονη διαδικασία, η δε κατασκευάστρια εταιρεία έχει δεχθεί πλειάδα παραγγελιών και όσο καθυστερεί η υπογραφή σύμβασης, τόσο απομακρύνεται χρονικά η έναρξη των παραλαβών. Τη στιγμή, λοιπόν, που η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση βρίσκεται ακόμη «στο κόκκινο», η αγορά ενός αεροπλάνου που θα είναι διαθέσιμο στα τέλη της δεκαετίας φαντάζει δευτερεύουσας σημασίας, μπροστά στην προσπάθεια άμεσης ή έστω βραχυπρόθεσμης ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων.

Πράγματι, πέρυσι το Γενικό Επιτελείο είχε αποστείλει ένα αίτημα στις Η.Π.Α., για να διερευνήσει το ενδεχόμενο απόκτησης μερικών F-35 (έστω και μεταχειρισμένων) σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατά τα πρότυπα των αγοράς των Ραφάλ. Φαίνεται ότι η απάντηση ήταν αρνητική: Ο Αμερικανός πρέσβυς είχε δηλώσει πως η αγορά των F-35 θα έπρεπε να ακολουθήσει την αναβάθμιση των F-16, μετακυλίοντας την απόκτησή τους για μετά το 2027.

Δύο τρόποι φαίνεται να υπάρχουν για την παράκαμψη της σειράς των παραγγελιών: είτε η απόκτηση μεταχειρισμένων F-35 από την αμερικανική αεροπορία, είτε η απόκτηση των αεροπλάνων που προορίζονταν για την Τουρκία, τα οποία τώρα έχουν δεσμευθεί από τις Η.Π.Α. Από την άλλη, βέβαια, υπάρχει και η σχετικά τροπολογία του γερουσιαστή Μενέντεζ που εντάχθηκε στον περυσινό προϋπολογισμό των Η.Π.Α. και προέβλεπε την άμεση ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος για την απόκτηση F-35. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το ζήτημα δεν έχει λήξει.

Γ) Η τρίτη ένσταση, αφορά στον βαθμό που οι Η.Π.Α. είναι σε θέση να παρεμβαίνουν στη διαθεσιμότητα του F-35: Λόγω της προηγμένης τεχνολογίας που ενσωματώνει, κάθε F-35 συνδέεται απ’ ευθείας με την κατασκευάστρια εταιρεία Λόκχηντ-Μάρτιν στις Η.Π.Α. Ο βαθμός διασύνδεσης του αεροσκάφους με την εταιρεία δεν είναι βέβαια κοινοποιήσιμος δημόσια σαν πληροφορία, είναι όμως γεγονός ότι υπάρχει αρκετός «θόρυβος» γύρω από το ζήτημα αυτό. Το Ισραήλ, π.χ., έχει λάβει την άδεια να εξελίξει δικό του σύστημα, εγχώριο, ώστε τα δικά του F-35 να είναι εντελώς αυτόνομα. Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι προφανές: το F-35 θα αγοραστεί αποκλειστικά για τις νατοϊκές υποχρεώσεις της χώρας, ή θα είναι διαθέσιμο, χωρίς αστερίσκους, και σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου;

Το παζάρι

Οι πρώτες δύο ενστάσεις μπορούν ασφαλώς να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού. Η υπογραφή της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας και το ενδεχόμενο νέας αποστολής όπλων στην Ουκρανία θέτουν ένα ευνοϊκό πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την Ελλάδα. Μία ταχεία παράδοση των αεροσκαφών, σε συνδυασμό με εξασφαλισμένη μακρά χρηματοδότηση και ανάληψη βιομηχανικού έργου, θα ήταν ασφαλώς μία συμφέρουσα επιλογή και είναι κάτι που ο πρωθυπουργός οφείλει να διερευνήσει.

Ενδεχομένως, δε να είχε και μία «παράπλευρη» συνέπεια: τυχόν άμεση αγορά F-35 θα διαταράξει σε τέτοιο βαθμό το ισοζύγιο ισχύος με τη γείτονα, που θα υποχρέωνε την Τουρκία να απαντήσει αναλόγως. Και στον βαθμό που οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Η.Π.Α. παραμένουν έστω και προβληματικές, η απάντηση αυτή μπορεί να μεγάλωνε το ρήγμα που έχει σήμερα η Τουρκία με το δυτικό στρατόπεδο. [Θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει και το ανάποδο, και η ελληνική αγορά των F-35 να σηματοδοτήσει την ανάλογη επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα του μαχητικού. Κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται μάλλον απίθανο.]

Η τρίτη ένσταση, στον βαθμό και την έκταση που ισχύει, θέτει ασφαλώς ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα που άπτεται των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Είναι έτοιμες οι Η.Π.Α. να δεχθούν τη σημαντική αμυντική ενίσχυση της Ελλάδας, διακινδυνεύοντας περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών τους με την Τουρκία;

Η αλήθεια είναι ότι η πάγια τακτική των Η.Π.Α. να διατηρούν μία ισορροπία στα ελληνοτουρκικά δείχνει σημάδια σταδιακής αλλαγής, τόσο εξαιτίας της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων, όσο και εξ αιτίας της πολιτικής του Ερντογάν. Είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως όσες «ντρίμπλες» και να κάνει η Τουρκία, η σχέση της με τη Δύση δεν θα επανέλθει στα επίπεδα που ήταν πριν το πραξικόπημα του 2016.

Ταυτόχρονα, όμως, οι Η.Π.Α. δεν φαίνονται μέχρι τώρα διατεθειμένες να παροξύνουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία, ενισχύοντας υπέρμετρα την Ελλάδα. Πρόσφατες δηλώσεις Ελλήνων υπουργών, όπως του κ. Γεωργιάδη και του κ. Συρίγου συντείνουν στο συμπέρασμα ότι οι Η.Π.Α. είναι ακόμη διστακτικές στο να αποδεσμεύσουν για την Ελλάδα όπλα που θα μπορούσαν να ανατρέψουν προς όφελός μας την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Έτσι, βρισκόμαστε σε μία ισορροπία που απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς, προκειμένου η χώρα μας να εξασφαλίσει όσα ανταλλάγματα και ευνοϊκές ρυθμίσεις μπορεί, αποφεύγοντας τις… κακοτοπιές.

Ένα πρώτο βήμα, που θα αποδείξει το πραγματικό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, είναι η αποδέσμευση για τη χώρα μας προηγμένων πυραύλων για τα μαχητικά της. Τα αμερικανικά αεροσκάφη της Πολεμικής μας Αεροπορίας εξακολουθούν μέχρι σήμερα να στερούνται πυραύλων αντίστοιχων των Μέτεορ (αέρος-αέρος), Εξοσέτ (αντιπλοϊκών) και Σκαλπ (τύπου κρουζ), που διαθέτουν τα γαλλικής κατασκευής Μιράζ και Ραφάλ. Τυχόν αγορά τέτοιων όπλων θα αναβάθμιζε κατακόρυφα την Πολεμική μας Αεροπορία και θα αποτελούσε μία σημαντική ένδειξη ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν αλλάξει σελίδα.

Για να παραφράσουμε τον πρέσβυ κ. Πάιατ, που είχε δηλώσει ότι η αναβάθμιση των F-16 είναι το απαραίτητο βήμα («stepping stone») για την αγορά F-35, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πραγματικό «stepping stone» για τα F-35 είναι η αποδέσμευση των όπλων αυτών. Αυτό θα απεδείκνυε ότι η Ελλάδα είναι πραγματικά «στρατηγικός εταίρος» των Η.Π.Α. Εν αναμονή, λοιπόν, των εξελίξεων, και ελπίζοντας η επίσκεψη του πρωθυπουργού στις Η.Π.Α. να αποφέρει καρπούς.