Γιατί ένας διάλογος με την Τουρκία δεν είναι καλή επιλογή για την Ελλάδα τώρα;

Η Τουρκία αγοράζει χρόνο σε βάρος μας την ώρα που όλη η Δύση έχει αρχίσει να της γυρνά την πλάτη...
Open Image Modal
Amr Alfiky via Reuters

Από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι το να καλείται κάποιος να επαληθεύσει ταυτολογίες. Με άλλα λόγια, να χτίσει επιχειρηματολογία για τα λεγόμενα αυτονόητα. Ήταν 7/12/2017 όταν ο Τούρκος πρόεδρος επισκέφτηκε την Ελλάδα. Ήταν μια επεισοδιακή επίσκεψη. Ο Ερντογάν είχε από πριν μιλήσει σε ελληνικό μέσο και είχε δείξει τις διαθέσεις του. Οι κοινές δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο απέδειξαν τον διάλογο κωφάλαλων.

Ο Τούρκος πρόεδρος ήρθε για να γυρίσει την πλάτη του στον Άγνωστο Στρατιώτη και να χρειαστεί να ακούσει όσα άκουσε από τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον ΠτΔ. Τότε, όπως και μετά (και βέβαια όπως και τώρα) η προσχηματική δικαιολόγηση της επίσκεψης ήταν μια αδύναμη φράση που μοιάζει περισσότερο με σύνθημα το οποίο εύκολα αποδομείται: «Πρέπει να διατηρούνται τα κανάλια επικοινωνίας με την Τουρκία, είναι καλό να συναντούνται οι δύο ηγέτες». Ας θυμηθούμε όμως τι μεσολάβησε έκτοτε για να φτάσουμε ξανά σε μια θέση που ίσως δεν είναι η καλύτερη δυνατή. 

Ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Έλληνα πρωθυπουργό για το θέμα των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που παρέμεναν στη χώρα μας με ασυλία. Οι «πραξικοπηματίες-Γκιουλενιστές» είχαν γίνει εμμονή για τον Ερντογάν ο οποίος δεν είναι σε θέση (δε θέλει να είναι) να καταλάβει οτι η Δικαιοσύνη δεν είναι Κυβέρνηση. «Μου υποσχέθηκες!» ούρλιαζε.

Λίγο καιρό μετά, η Τουρκία συνέλαβε δύο Έλληνες αξιωματικούς στον Έβρο. Τους άφησε ελεύθερους σαν...Σουλτάνος, κάνοντάς μας χάρη για την γιορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο.

Η Τουρκία, το επόμενο έτος αποφάσισε να κάνει το -μέχρι τότε- αδιανόητο. Να εισβάλει στην Ελλάδα μέσω της εργαλειοποίησης του προσφυγικού.

Λίγους μήνες πριν, είχε δείξει «πίστη» στο διάλογο και στις σχέσεις καλής γειτονίας με την υιοθέτηση του τουρκολιβυκού μνημονίου, ενός μνημείου επιθετικότητας και παραλογισμού, δείχνοντας στην πράξη ότι αυτό που λέει σήμερα η τουρκική πλευρά: Οτι δεν μας θεωρούν ισότιμους συνομιλητές.

Μετά την αποτυχημένη απόπειρα της υβριδικής εισβολής της Τουρκίας από τον Έβρο, είχαμε το πιο «ανήσυχο καλοκαίρι» μετά το 1974. Το πρωί της 21ης Ιουλίου του 2020, η Τουρκία αποφάσισε να κάνει εισβολή στο Αιγαίο με πολιορκητικό κριό το Oruc Reis και με πολλά πολεμικά πλοία. Αποτέλεσμα: Για περίπου τρείς μήνες, η Τουρκία επιχειρούσε να οικοδομήσει νέα τετελεσμένα, πάνω σε αυτά του 1995 (casus belli) και βέβαια, των Ιμίων του 1996.

Η Ελλάδα ενώ για δεύτερη φορά απέκρουσε επιτυχημένα τις τουρκικές επιβουλές, δέχτηκε διαμεσολάβηση της Γερμανίας, μιας χώρας με ειδικές σχέσεις με την Τουρκία. Αυτή η διαμεσολάβηση μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως κλαυσίγελος καθώς όταν πλησίαζε Σύνοδος Κορυφής, η Τουρκία απέσυρε το πλοίο για «επισκευές» ώστε να μπορεί η Γερμανία να απαντά στα αιτήματά μας για κυρώσεις «για ποιο πλοίο μιλάτε;». 

Ακολούθησαν οι διερευνητικές. Ξανά τα ίδια: «Τα κανάλια επικοινωνίας να είναι ανοικτά». Τον Απρίλιο του 2021 ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών μίλησε στην Άγκυρα και έγινε ο πρώτος πολιτικός που είπε αυτά που θα έπρεπε να ακούει η Τουρκία πολλά χρόνια τώρα, ακριβώς επειδή δεν θέλουμε πόλεμο. Ο πόλεμος έρχεται όταν δεν υπάρχει αντίρροπη δύναμη στις επιθέσεις που δέχεσαι. Ο Β’Π.Π. κατέστρεψε τον κόσμο επειδή ο Τσάμπερλεϊν είχε πολύ κακές ιδέες για το πώς λειτουργεί η διεθνής πολιτική και πιο συγκεκριμένα, για το πόσες φορές έχει σώσει τον κόσμο η συνετή χρήση της απειλής, με άλλα λόγια, το θέσιμο «κόκκινων γραμμών».

Η Τουρκία έκτοτε, δε σταματούσε να διατηρεί ψηλά την απειλή εναντίον της Ελλάδας. Έφτασε σε σημείο να απειλεί την Ελλάδα για να κρατά ανοικτούς διαύλους με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.

Τον περασμένο Μάρτιο, κατά πολλούς ξεκίνησε το «νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις». Ήταν το περίφημο δείπνο μεταξύ του Τούρκου Πρόεδρου και του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος ουδέποτε αρνήθηκε τον διάλογο με τον Τούρκο ομόλογό του (είχε προηγηθεί και στο ΝΑΤΟ συνάντηση). Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι (όσοι δηλαδή ακούνε τη φωνή του πολιτικού ρεαλισμού) διαψεύσθηκαν καθώς θεωρούσαν οτι εξασφαλίστηκαν κάποιοι μήνες ηρεμίας, λόγω και του ρωσοουκρανικού πολέμου.

Από τα τέλη Απριλίου 2022 η Τουρκία στοχοποίησε ξανά την Ελλάδα και έκτοτε, καθημερινά, συμπολίτευση και αντιπολίτευση στην Τουρκία, ερίζουν για το πόσα είναι τα νησιά που ανήκουν στην Τουρκία και για το αν θα έχουμε το ίδιο μέλλον με αυτό των παππούδων μας στη Μικρά Ασία το 1922. 

Στις διεθνείς σχέσεις ο διάλογος είναι αυτός που σώζει κυριολεκτικά ζωές. Εάν δεν υπήρχαν οι διαπραγματεύσεις, θα ζούσαμε σε μια φυσική κατάσταση ενός Χομπσιανού κόσμου όπου ο πόλεμος θα ήταν αέναος. Ωστόσο, ο διάλογος που δεν είναι απλώς μια λέξη ενός συνθήματος, έχει ορισμένες προϋποθέσεις.

Όσοι γνωρίζουν από τη θεωρία Λήψης Αποφάσεων και Διαπραγματεύσεων, γνωρίζουν ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν τέσσερα στάδια. Το πιο κρίσιμο, είναι το πρώτο. Το προ-διαπραγματευτικό στάδιο. Εκεί συμφωνούμε τα θέματα στα οποία θα αναλωθούν οι διαπραγματεύσεις. Με άλλα λόγια, καταγράφονται μέσω συμφωνίας, οι διαφωνίες.

Θέλουμε να γνωρίζουμε τις σημερινές τουρκικές αξιώσεις;

Πρώτον, ότι δεν υπάρχει μια διαφορά νομικής υφής (υφαλοκρηπίδα). Υπάρχουν πολλές διαφορές και είναι αυτές που ad hoc η Τουρκία θέτει.

Δεύτερον, ότι τα νησιά της ελληνικής επικράτειας, δεν ανήκουν στην Ελλάδα αν η τελευταία, έχει έστω και μια σφαίρα σε αυτά για να αντιμετωπίσει την τουρκική στρατιά Αιγαίου η οποία είναι δομημένη για απόβαση σε αυτά.

Με άλλα λόγια, ο διάλογος είναι επιτακτικός και οι συναντήσεις μεταξύ αρχηγών κρατών απαραίτητες όταν υπάρχει κάτι έτοιμο για να συμφωνηθεί. Όταν περιμένουν τα κείμενα έτοιμα να δεχθούν μια υπογραφή. Στα ελληνοτουρκικά υπάρχει αδιέξοδο. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε, το μόνο που γίνεται είναι αναβολή μιας σύγκρουσης η οποία θα είναι αναπόφευκτη αν η Τουρκία δεν ακυρώσει τα σχέδιά της έναντι της Ελλάδας. Η Τουρκία εξακολουθεί να βλέπει σαν κατάλοιπο κατευνασμού (το οποίο παραμένει ακόμη πολύ ισχυρό) την ελληνική αντίδραση.

Αυτό που τώρα επιδιώκει η Τουρκία είναι να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα σαν «γέφυρα» (αγαπημένη λέξη για τους οπαδούς του διαλόγου άνευ όρων και βέβαια, της όποιας λύσης) για να αποφύγει τον αποκλεισμό της από αμερικανικό οπλισμό και τις κυρώσεις από την Ε.Ε. για το οτι διευκολύνει τη Ρωσία να «σπάει» τις δυτικές κυρώσεις.

Η Ελλάδα «σώζει» την Τουρκία και της εξασφαλίζει χρόνο να αποφασίσει εντός μιας εξάμηνης NAVTEX για το τι θα κάνει με το Oruc Reis, με τα προσφυγικά ρεύματα. Το μήνυμα της Ελλάδας προς την Τουρκία είναι το εξής: «Μπορείτε από Δευτέρα έως Σάββατο να απειλείτε και τις Κυριακές, οτι δεν απειλήσατε ποτέ».

Η μείωση της αποτρεπτικής φήμης της Ελλάδας είναι όμως πολλαπλάσια αυτού. Πώς θα αρθρώσουν τα αιτήματά τους οι ομογενειακές οργανώσεις οι οποίες μάχονται για το θέμα των F-16; Πώς θα αντιληφθεί η Ε.Ε. την ανάγκη για δραστικά μέτρα εναντίον μιας χώρας που απειλεί να ανοίξει δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη; Πώς θα μπορέσουμε να διεθνοποιήσουμε τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με ένα σκοτεινό καθεστώς όπως είναι αυτό που έχει δημιουργήσει ο Ερντογάν, όταν οι ίδιοι τα θεωρούμε «ιάσιμα» με άνευ όρων διάλογο. Η απάντηση συμμάχων και εταίρων θα είναι αποστομωτική: «Αφού συζητάτε, δεν υπάρχει ανάγκη να σπεύσει κανείς». 

Τελικά, ποιο είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι οτι η Ελλάδα από το 1996 έχει αποδεχτεί πληθυντικό αριθμό. Από το «ελληνοτουρκική διαφορά» έχει πάει στο «ελληνοτουρκικές διαφορές». Έτσι, ο διάλογος γίνεται με τουρκικούς όρους. Η Τουρκία θέτει στο τραπέζι όλα όσα εκείνει επινοεί και εμείς το βαφτίζουμε ως «ανοικτοί δίαυλοι». Επειδή επιθυμούμε έναν διάλογο και όχι πόλεμο, τότε ο διάλογος πρέπει να έχει αρχή , μέση και τέλος. Ο διάλογος είναι από μόνος του αποτρεπτικός ως προς τον πόλεμο, αρκεί να έχει όρους και προϋποθέσεις. Η Τουρκία αγοράζει χρόνο σε βάρος μας την ώρα που όλη η Δύση έχει αρχίσει να της γυρνά την πλάτη. Η Ελλάδα δείχνει το λάθος μήνυμα όταν δεν βάζει κάποιο όριο στην Τουρκία. Η επίκληση στο νομικό πολιτισμό έχει αξία όταν γίνεται για να επιλυθούν διαφορές μεταξύ χωρών που έχουν δημοκρατικά πολιτικά συστήματα.

Η Τουρκία του Ερντογάν, δε διαπραγματεύεται ούτε καν με τις ΗΠΑ. Για την Τουρκία, υπάρχει επίδοση όρων βάσει των οποίων η Ελλάδα οφείλει να προσδεθεί στο άρμα της.

Τέλος, για να μείνει ένα «ανοικτό κανάλι επικοινωνίας», δεν χρειάζεται να υπάρχει συνάντηση κορυφής. Όλα αυτά τελικά αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα δεν έχει αποφασίσει να αποδεχτεί το ρόλο του κράτους πρώτης γραμμής, συνεχίζοντας τον μη αποτελεσματικό ρόλο της ως «γέφυρα» μεταξύ Τουρκίας και Δύσης.