Από τον Χουντικό «Εφιάλτη» στο Ευρωπαϊκό Όραμα

O συνδυασμός των εξελίξεων στην Ελλάδα με τα τεκταινόμενα στην Ουάσινγκτον, το καλοκαίρι του 1974, καθόρισαν τη μορφή των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων στην πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης.
Open Image Modal
9 Δεκεμβρίου 1974.
ASSOCIATED PRESS

Όπως ο υποφαινόμενος έχει διατυπώσει σε μία δημοσίευσή του, οι διεργασίες που δρομολογήθηκαν το 1973-74, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και την τουρκική εισβολή στη Κύπρο, σωρευτικά, σηματοδότησαν μια «συστημική αλλαγή» στην Ελλάδα. Η μεταπολίτευση δεν περιορίστηκε μόνο στην ανατροπή της Χούντας, ούτε στην έξωση της Μοναρχίας. Οι διεργασίες εκείνης της περιόδου - πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, ακόμα και ψυχολογικές, αντανακλούσαν τη διακαή ανάγκη για ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα πορεία που θα άνοιγε νέους ορίζοντες για τη χώρα. Αυτή την επιθυμία τη συμμερίζονταν σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα, και πρωτίστως η νεολαία, που σίγουρα είχε μπολιαστεί από το «Μάη» του ’68. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το ο Μάης του ’68, όπως σωστά επισημαίνει ο Tony Judt, είχε υποκαταστήσει, ως παράδειγμα πόλωσης και πολιτικών αισθημάτων, την Ισπανία του Φράνκο με την Ελλάδα της Χούντας. Αυτή τώρα συνιστούσε το νέο cause célèbre, και τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της αντίδρασης και της προόδου. {Η Ευρώπη Μετά τον Πόλεμο, Αλεξάνδρεια, 2012, σελ. 508}

Αυτό το κλίμα επηρέασε ιδιαίτερα τους Έλληνες που ζούσαν στο εξωτερικό, ακόμα και συντηρητικούς, όπως και τον κατά τα άλλα φλεγματικό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στο Παρίσι, και λόγω της στήριξης που του είχε προσφέρει ο Ντε Γκολ την περίοδο του Κυπριακού αγώνα, αλλά και μετέπειτα, με επιστέγασμα τη συνδρομή της Γαλλίας στη σύναψη της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ, το 1962, (Περί τούτου βλέπε Απομνημονεύματα Ντε Γκολ), ο Έλλην πολιτικός θεωρείτο ότι πολιτικά συμμερίζονταν τις θέσεις του Γάλλου ηγέτη.

Να επισημάναμε ότι η εγκατάσταση του Καραμανλή στο Παρίσι, το 1963, συνέπεσε με το πρώτο βέτο του Ντε Γκολ στη ένταξη της Βρετανίας στην ΕΟΚ. Το 1967 ακολούθησε και δεύτερο βέτο ενώ στο μεσοδιάστημα, το καλοκαίρι του 1965, ο Ντε Γκολ, σε μία κίνηση που σημάδεψε την πορεία της ΕΟΚ/ΕΕ ως τις μέρες μας, προέβη στην αποχώρηση της Γαλλίας από τα θεσμικά όργανα της ΕΟΚ, για να «φρενάρει» τους φιλοδοξίες του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του γερμανού Walter Halstein, που επιδίωκε τη συγκρότηση μιας Ομοσπονδίας, στην οποία τα κράτη-μέλη θα αποποιούνταν το εθνικό βέτο ακόμα και σε λεπτά θέματα που άπτονταν της εθνικής τους κυριαρχίας. Με άλλα λόγια ο Ντε Γκολ τράβηξε τη διαχωριστική γραμμή που παραμένει εν ισχύ ως τις μέρες μας, κυρίως στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.

Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για ένα νέο ξεκίνημα στην ταλαιπωρημένη, τη δεκαετία του ’60, ΕΟΚ, ήταν η απομάκρυνση του Ντε Γκολ από την εξουσία, κάτι που έγινε το 1969. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο Καραμανλής, που είχε ζήσει στο Παρίσι όλα εκείνα τα χρόνια των εντάσεων στην ΕΟΚ, είχε παρακολουθήσει τις ως άνω εξελίξεις. Αυτό το ερώτημα έχει μεγάλη σημασία καθώς από αυτό εξαρτάται η απάντηση σε ένα άλλο, σημαντικότερο, ήτοι κατά πόσο οι προσδοκίες που εναπόθετε ο Καραμανλής από την ένταξή μας στην ΕΟΚ ανταποκρίνονταν σε πραγματικά δεδομένα.

Ουσιαστικά, το 1973, στην επιστολή του που αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, ο Καραμανλής πρόβαλλε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ως λύτρωση, όχι μόνο ως μέσο για την απαλλαγή της χώρας από τη Χούντα αλλά και ως ένα όραμα για το έθνος. Όπως χαρακτηριστικά έγγραφε, η ένταξή μας στην ΕΟΚ:

«Θα μετέβαλλε ριζικά τη μοίρα του λαού μας… Διότι δι’ αυτής η Ελλάς θα επιτύγχανε όχι μόνο την οικονομικήν και την κοινωνικήν εξομοίωσίν της με την Ευρώπη, αλλά και την κατοχύρωσιν της εθνικής της ασφάλειας. Και τούτο διότι δια της εντάξεώς θα απηλλάσσετο οριστικώς από τον κίνδυνο του τοπικού πολέμου που αποτελούσε και αποτελεί τον εφιάλτην της συγχρόνου Ελλάδος και που την αναγκάζει να αναζητεί, εις βάρος της εθνικής της ανεξαρτησίας, ισχυρούς προστάτας. Ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδος, υπό την καλήν του έννοιαν, θα ημπορούσε να αποτελέσει την νέαν Μεγάλη Ιδέαν του Έθνους».

Τους επόμενους 15 μήνες η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε ραγδαίως, αρχικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, έως τον Ιούλιο του 1974, με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου, την τουρκική εισβολή στη Κύπρο και τη κατοχή του βόρειου τμήματός της. Τα γεγονότα είναι γνωστά και δε θα μας απασχολήσουν εδώ. Απλώς αναφέρονται για να υπογραμμίσουμε το ψυχολογικό κλίμα εκείνων των ημερών που χαρακτηρίζονταν από ένα μείγμα αγανάκτησης, αλλά και ανασφάλειας, αν όχι απόγνωσης για το τι μέλη γενέσθαι. Το καλοκαίρι του 1974, το αίσθημα της απομόνωσης από το έξω κόσμο που διακατείχε τον ελληνικό λαό στα χρόνια της δικτατορίας προσέλαβε νέες διαστάσεις.

Προφανώς, σε εκείνες τις δραματικές στιγμές, και να μην υπήρχε η ΕΟΚ θα έπρεπε αυτή, η κάτι παρόμοιο με εκείνη, να εφευρεθεί. Ήταν συνεπώς επόμενο η επιστολή του Καραμανλή ή καλύτερα, το πνεύμα που αυτή περιείχε, να προσλάβει ακόμα ευρύτερες διαστάσεις: Το μέλλον της Ελλάδας βρισκόταν στις Βρυξέλλες, ή στην προκειμένη περίπτωση στις Βρυξέλλες μέσω Παρισιού, καθώς η Γαλλία αποτελούσε την ηγέτιδα δύναμη στην ΕΟΚ και θεωρείτο ότι διακατέχονταν από φιλικά αισθήματα προς τον Ελληνικό λαό, παρά το γεγονός ότι το Παρίσι είχε διατηρήσει αρμονικές σχέσεις με το καθεστώς των Συνταγματαρχών. Και καθώς στην πολιτική οι συμβολισμοί παίζουν το ρόλο τους ο Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα με το αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου. Καθώς εκείνος εξέρχονταν από το αεροσκάφος το πλήθος επευφημούσε, «Ελλάς- Γαλλία, Συμμαχία!»

Εκείνες τις μέρες και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εξελίσσονταν δραματικές πολιτικές εξελίξεις, ήτοι η (αναγκαστική) παραίτηση του Προέδρου Νίξον. Αυτό, εκ των πραγμάτων, δημιούργησε ένα τεράστιο κενό εξουσίας στην Ουάσινγκτον. Αυτό το κενό, προφανώς, θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί όποιος εκείνες τις μέρες είχε στα χέρια του τα ινία της εξουσίας και μπορούσε να δράσει παρασκηνιακά. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτό το κενό εκμεταλλεύτηκε ο Χένρυ Κίσινγκερ, ο οποίος παρά τις κατηγορίες που του έχουν επισυνάψει για το ρόλο του στην Κύπρο, το 1974, έχει επιμελώς αποφύγει να απαντήσει, ακόμα και στο δεύτερο τόμο των Απομνημονευμάτων του, όπου αποφεύγει να αναφερθεί στο ρόλο του σ’ εκείνα τα δραματικά γεγονότα στην Κύπρο το 1974.

Σε αυτό το θέμα θα επανέλθουμε. Εδώ ας κλείσουμε λέγοντας ότι ο συνδυασμός των εξελίξεων στην Ελλάδα με τα τεκταινόμενα στην Ουάσινγκτον, το καλοκαίρι του 1974, καθόρισαν τη μορφή των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων στην πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης.