Στις διεθνείς σχέσεις ο ζήλος δεν επιβραβεύεται

Είναι απολύτως κατάλληλη η γεωστρατηγική συγκυρία ώστε να θέσουμε τους εταίρους μας προ των ευθυνών τους, όσον αφορά την Τουρκία.
Open Image Modal
Απρίλιος 2022 συνεκπαίδευση PASSEX (Passing Exercise) της Φρεγάτας ΑΔΡΙΑΣ με το USS JASON DUNHAM της «Δύναμης Κρούσης του Αεροπλανοφόρου USS HARRY S. TRUMAN» των ΗΠΑ (USS HARRY S. TRUMAN Carrier Strike Group - HSTCSG) στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου Πελάγους,
Eurokinissi

Η εξωτερική πολιτική του υπερβάλλοντος ζήλου, όχι απλά δεν επιβραβεύεται στο διεθνές γίγνεσθαι, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες δύναται να θέσει τη χώρα σε δυσμενέστερη θέση. Η πεποίθηση ότι «θα δώσω ό,τι μου ζητείται» και σε δεύτερο χρόνο ο άλλος «θα με επιβραβεύσει» ή «θα μου το ανταποδώσει» είναι ψευδής, ακριβώς επειδή είναι ηθικοπλαστική σε ένα διεθνές σύστημα, όπου η ηθική ως διαμορφωτικός παράγων των σχέσεων απουσιάζει. Την εν λόγω διαχρονική συνθήκη, η οποία ταυτίζεται με την ανάγκη τήρησης της αρχής της αυτοβοήθειας εντός του άναρχου και έμπλεου αβεβαιότητας διεθνούς συστήματος, αναγνώρισε ο Λόρδος Πάλμερστον καταθέτοντας την περίφημη ρήση: «Τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα».

Συνεπώς, γιατί η Ελλάδα να δεσμεύεται εκ προοιμίου ότι θα έχει για πάντα τους ίδιους φίλους; Γιατί συμφωνεί στην υπογραφή μιας συμφωνίας με τις ΗΠΑ, η οποία έχει επ’ αόριστο διάρκεια; Επί του τελευταίου, το αντεπιχείρημα είναι ότι «η συμφωνία έχει πενταετή διάρκεια» και μετά την παρέλευση της πενταετίας, η ανανέωση της συμφωνίας θα είναι επ’ αόριστο. Ποιο θα είναι το κόστος για την Ελλάδα, αν μια Κυβέρνηση κρίνει ότι δεν θα πρέπει να ανανεώσει εις το διηνεκές την εν λόγω συμφωνία ή ότι θα ήθελε να την επαναδιαπραγματευτεί μετά την παρέλευση της πενταετίας; Δεν εγκλωβίζεται η χώρα σε συγκεκριμένες γεωστρατηγικές επιλογές; Γιατί ακυρώνεται η δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας και πλέον η οποιαδήποτε τροποποίηση θα πρέπει να γίνεται κοινή συναινέσει;

Διαμέσου των εν λόγω ερωτημάτων, τα οποία εν πολλοίς είναι ρητορικά, προφανώς δεν τίθεται επί της αρχής καθαυτή η στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ. Κάθε άλλο, η Ελλάδα ως ναυτική δύναμη με ένα εκτεταμένο και υπό καθεστώς απειλής αρχιπέλαγος και υπάρχουσα επί της ευρασιατικής περιμέτρου, όπως την έχουν ορίσει διιστορικά οι αγγλοσαξονικές δυνάμεις, οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψιν τις ανησυχίες, τις προτεραιότητες και τις ευαισθησίες της εκάστοτε πλανητικά κυρίαρχης ναυτικής δύναμης. Η γεωστρατηγική μοίρα της είναι ευθυγραμμισμένη με αυτή των ΗΠΑ στην παρούσα, όμως, ιστορική συγκυρία, με τα παρόντα δεδομένα και βεβαίως με τα ανάλογα και εύλογα ανταλλάγματα.

Όπως έχει διαφανεί κατά τα τελευταία έτη, οι ΗΠΑ καταβάλλουν τεράστια προσπάθεια προκειμένου να επανατοποθετήσουν την Τουρκία στις αμιγώς νατοϊκές και δυτικές ράγες. Η συγκεκριμένη προσπάθεια πραγματοποιείται με πολύ προσεκτικό τρόπο, καθότι η Τουρκία έχει αναβαθμιστεί επί της περιφερειακής κλίμακας ισχύος, διαθέτει μια πολιτική ηγεσία που δύσκολα σταθμίζεται, ενώ τέλος απουσιάζει και μια εναλλακτική δύναμη στην περιοχή η οποία να διαθέτει την ισχύ και τη βούληση να προβάλλει εαυτόν ως γεωπολιτικά «πολύτιμο».

Η πρόθεση της Ουάσιγκτον, διά στόματος του Υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, να προχωρήσει σε νέες εξοπλιστικές συμφωνίες με την Τουρκία και να πωλήσει αναβαθμισμένα αεροσκάφη F16, ενώ την ίδια στιγμή η Υφυπουργός Εξωτερικών κα Νούλαντ επέλεγε να θέσει οριστική «ταφόπλακα» στον αγωγό EastMed, συνιστούν ορισμένα από τα επεισόδια της αμερικανικής προσέγγισης για την περιοχή κατά την περίοδο μεταξύ της κύρωσης της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας το φθινόπωρο του 2021 και της τωρινής κύρωσης της τροποιητικής συμφωνίας.

Η Ελλάδα όφειλε και οφείλει να καταδεικνύει ότι είναι επισπεύδουσα και απειλούμενη μέσω των πράξεων της και όχι «γκρινιάζοντας» απλά προς τη απροσδιορίστως κληθείσα «διεθνή κοινότητα». Όφειλε και οφείλει να καταδεικνύει ότι απειλείται η σταθερότητα συνολικά στην περιοχή και κατ’ επέκταση η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, μιας και εσχάτως αυτό διέφυγε του «κινδύνου» και δεν είναι πλέον «εγκεφαλικά νεκρό».

Εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, είναι απολύτως κατάλληλη η γεωστρατηγική συγκυρία ώστε να θέσουμε τους εταίρους μας προ των ευθυνών τους, όσον αφορά την Τουρκία, αναδεικνύοντας όχι μόνο τι κάνουμε και τι μπορούμε να κάνουμε για εκείνους, αλλά και γιατί το κάνουμε.

Αυτό το «γιατί» πρέπει να υπάρχει, να είναι ταυτισμένο αποκλειστικά με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και όταν παύει να απαντάται, τότε η χώρα να μπορεί να ελίσσεται διεκδικώντας τα δίκαιά της. Η εν λόγω ευελιξία είναι σαφές ότι περιορίζεται σημαντικά μέσω του δεύτερου πρωτοκόλλου τροποποίησης της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας.