Ταγίπ διάβασες… Θουκυδίδη;

Στις αρχές του 2021: Μια εκτίμηση για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Open Image Modal
Anadolu Agency via Getty Images

Και ενώ από τη μια το 2021 έφτασε για τη χώρα μας αρκετά ελπιδοφόρο με τη χορήγηση του εμβολίου κατά του κορονοϊού, από την άλλη ο Ερντογάν συνεχίζει να «εμβολίζει» προκλητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, με την αλλαγή του χρόνου, επέλεξε συμβολικά να διατρανώσει για άλλη μια φορά τη νέο-οθωμανική πολιτική του κάνοντας την πρώτη μουσουλμανική προσευχή του στην Αγιά Σοφιά.

Πώς διαγράφεται όμως, το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά την έναρξη του 2021;

Είναι σαφές ότι το 2020 με τις επανειλημμένες τουρκικές προκλήσεις υπήρξε ένα ίσως από τα χειρότερα έτη στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1974. Κατ’ επέκταση, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το 2021 φαίνεται ευοίωνο για τα ελληνοτουρκικά.

Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί ότι το προηγούμενο έτος κλείνει και με δύο αισιόδοξες σχετικές εξελίξεις. Αφενός με την ανάρτηση στην επίσημη ιστοσελίδα της Διεύθυνσης Ωκεάνιων Υποθέσεων και του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ της συμφωνίας Ελλάδας- Αιγύπτου για την οριοθέτηση ΑΟΖ, η οποία είναι αναμφίβολα ένα θετικό γεγονός αφενός γιατί στην ουσία «ακυρώνει» το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, αφετέρου γιατί δημιουργεί ένα κεκτημένο. Ένα κεκτημένο προς αξιοποίηση στην περίπτωση που η ελληνοτουρκική διαφορά φτάσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γεγονός βέβαια που προϋποθέτει ότι η Τουρκία θα υπογράψει το σχετικό συνυποσχετικό για την οριστική επίλυση της.

Μέχρι τότε όμως, αν η χώρα μας προβεί σε ενέργειες στις αμφισβητούμενες από την Τουρκία περιοχές δεν αποκλείεται ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου ή και μιας ευρύτερης σύγκρουσης. Μια δικαστική, κατ’ επέκταση, διευθέτηση της διαφοράς ενδεχομένως θα εξασφάλισε στη χώρα μας τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται πλήρως τα θαλάσσια κυριαρχικά δικαιώματα που το δικαστήριο θα της αναγνώριζε. Αυτά βέβαια τα έχει και τώρα βάσει της Σύμβασης για το Δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS), κανόνες της οποίας έχουν εθιμική ισχύ (και δεσμεύουν και μη συμβαλλόμενα μέρη, όπως η Τουρκία). Διστάζει όμως να τα ασκήσει λόγω του casus belli της Τουρκίας.

Βέβαια, η δικαστική διευθέτηση της διαφοράς ενέχει τον κίνδυνο να επιτύχουμε λιγότερα από όσα διεκδικούμε καθώς - σύμφωνα με την πάγια νομολογία του δικαστηρίου - η απόφαση θα ακολουθήσει τη λογική της ίσης απόστασης/ μέσης γραμμής ή της ευθυδικίας/ αναλογικότητας. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, εν γένει, τα κράτη έχουν δικαίωμα να ασκούν τα θαλάσσια κυριαρχικά τους δικαιώματα, αρκεί να τα ασκούν με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή κατά τρόπο πρόσφορο και όχι επαχθή για τα άλλα κράτη. Πιο συγκεκριμένα, όταν οι θαλάσσιοι χώροι είναι «στενοί», με τις ακτές των κρατών αρκετά κοντά, το Δικαστήριο είθισται να εξετάζει προσεκτικά αν η οριοθέτηση της ΑΟΖ ενός κράτους επικαλύπτεται με αυτήν τρίτων χωρών.

Σημειωτέον, βάσει της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας η Ελλάδα δύναται να ορίσει τα χωρικά ύδατα της στα 12 μίλια από 6, αλλά σε αυτήν την περίπτωση, κατά προσέγγιση, το 71,5% του Αιγαίου θα είναι υπό ελληνική κυριαρχία και το 8,7% τουρκικό. Η δε περιοχή της ανοικτής θάλασσας θα μειωθεί από 49% σε 19,7%, ενώ μια ενδεχόμενη ανακήρυξη ΑΟΖ θα φέρει και το υπόλοιπο 19,7 εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία της Ελλάδας. Αυτές οι παράμετροι εξηγούν ευκρινώς γιατί η Τουρκία μας ασκεί αφόρητη πίεση, απειλώντας ότι η διεύρυνση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια συνιστά για αυτήν casus belli.

Το πιθανότερο είναι, λοιπόν, η Τουρκία να επιθυμεί, κατά κύριο λόγο, να «καθίσει» σχεδόν βεβιασμένα, υπό συνθήκες casus belli, τη χώρα μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με γνώμονα όχι όμως το διεθνές δίκαιο αλλά το δίκαιο της ισχύος. Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα έχει επισημάνει ο Θουκυδίδης, «τα νομικά επιχειρήματα και το δίκαιο έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη. Αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό, τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του».

Η δεύτερη θετική εξέλιξη στο τέλος του 2020 συνίσταται στην διαφαινόμενη αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, η οποία κατέστη εμφανής με την επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα για τους S400, γεγονός που βάζει ενεργά, τον αμερικανικό παράγοντα στην εξίσωση της Ανατολικής Μεσογείου. Σημειωτέον, αν και οι κυρώσεις προσέκρουσαν αρχικά στο βέτο του απερχόμενου Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τον νόμο για τον αμυντικό προϋπολογισμό (στον οποίο και εμπερικλείονται), το αμερικανικό Κογκρέσο απέκρουσε το βέτο. Συνεπώς, η Τουρκία θα πρέπει, για να μην υποστεί κυρώσεις, να δώσει πίσω τους πυραύλους ή να μην τους χρησιμοποιήσει.

Εξάλλου, οι ΗΠΑ φαίνεται να εξετάζουν σοβαρά την αποχώρηση από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στη νότια Τουρκία, λόγω της «ανησυχητικής» εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν. Στα δε εναλλακτικά σχέδια που εξετάζει η Ουάσιγκτον περιλαμβάνεται και η βάση στη Σούδα της Κρήτης, γεγονός που θα λειτουργήσει ενισχυτικά για τη θέση της Ελλάδας. Ο λόγος της διαφαινόμενης αλλαγής της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας δεν είναι μόνο οι απειλές του Ερντογάν ότι θα κλείσει τη βάση του Ιντσιρλίκ, αλλά και η γενικότερη αναθεωρητική στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, μια σταθερή σύμμαχο τους στο ΝΑΤΟ.

Ακόμη και ένα «ατύχημα» στο Αιγαίο ή μια σύντομη στρατιωτική αντιπαράθεση μπορεί να αποδειχθεί επιβλαβής για το ΝΑΤΟ, καθώς θα δώσει τη δυνατότητα στον έτερο, μέχρι σήμερα, σύμμαχο της Τουρκίας, τη Ρωσία, να επωφεληθεί παρεμβαίνοντας στην ελληνοτουρκική διαφορά και στην περιοχή της Μεσογείου. Ιδίως καθώς αυτή σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τα οικονομικά- γεωπολιτικά συμφέροντα των Ρώσων. Συγκεκριμένα, με την εκμετάλλευση από τους Ευρωπαίους των ενεργειακών πόρων στην εν λόγω περιοχή, ως μια αναγκαία εναλλακτική στον μέχρι τώρα σχεδόν μονοπωλιακό ρωσικό εφοδιασμό τους. Η τακτική του «διαίρει και βασίλευε» είναι από τις πιο παλιές τακτικές ενίσχυσης της γεωπολιτικής ισχύος μιας χώρας και οι Αμερικάνοι διαβλέπουν ότι εξυπηρετεί, εν προκειμένω, τους Ρώσους.

Εντούτοις, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει, παράλληλα με τις παραπάνω, αισιόδοξες εξελίξεις η κατευναστική μέχρι σήμερα πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Τουρκία. Αυτή επιβεβαιώθηκε, λίγο ή πολύ, από την δεύτερη αναβολή επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, τη στιγμή μάλιστα που σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την επιβολή τους.

Και δεν θα ήταν τυχαία, εν προκειμένω, η σύγκριση αυτής της πολιτικής με την πιο ενδεικτική στην ιστορία πολιτική του κατευνασμού, από τους Γάλλους και Άγγλους έναντι του Χίτλερ με τη γνωστή Συμφωνία του Μονάχου. Αυτή αντί να περιορίσει, ουσιαστικά αποθράσυνε το Χίτλερ με αποτέλεσμα την επίθεσή του στην Πολωνία, μετά την οποία βέβαια τα ποτήρι «ξεχείλισε» και ξέσπασε Πόλεμος. Μοιάζει βέβαια υπερβολικό ο Ερντογάν να συγκρίνεται με τον Χίτλερ, αν και εύλογα κάποιος μπορεί να εντοπίσει ομοιότητες ανάμεσα στον ναζιστικό «ζωτικό χώρο» και την ερντογανική «γαλάζια πατρίδα», την τότε αμφισβήτηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και τη σημερινή αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης.

Είναι όμως ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η προσπάθεια αύξησης των συντελεστών ισχύος ενός κράτους, έχει συνήθως το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να αυξάνει την ανασφάλεια του όποιου αντιπάλου που θεωρεί την πράξη αυτή απειλητική, με αποτέλεσμα να αντιδρά επιθετικά. Η ενίσχυση και ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας δεν προκαλεί ανασφάλεια μόνο στους Έλληνες. Ενδεχομένως, προκαλεί ή θα προκαλέσει στο μέλλον, σε όλες τις περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής που βλέπουν μια αλλαγή στην ισορροπία ισχύος ως επικίνδυνη για τη δική τους σχετική θέση και άρα για τα συμφέροντα τους. Άλλωστε, σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τα κράτη είναι αναγκασμένα να διατηρήσουν τη σχετική τους θέση στη κατανομή ισχύος. Αν η σχετική τους θέση χειροτερεύσει και αυτή των αντιπάλων τους καλυτερεύσει, τότε ενδέχεται να κινδυνεύσει η ασφάλεια τους.

Τα κράτη, λοιπόν, έχουν κάθε κίνητρο να εμποδίσουν τη σχετική αναβάθμιση των αντιπάλων τους στη διεθνή κατανομή ισχύος. Αυτό, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, αποτέλεσε την “πραγματική αλλά ανομολόγητη αιτία” του Πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή το ότι “η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμονίους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν”.

Η Σπάρτη είχε, θεωρητικά, δύο επιλογές: είτε να προσπαθήσει να αυξήσει το δικό της ρυθμό ανάπτυξης, ώστε να ξεπεράσει αυτόν της Αθήνας, είτε να σταματήσει την ανάπτυξη της Αθηναϊκής ισχύος. Καθώς η πρώτη επιλογή ήταν ανέφικτη, η Σπάρτη κατέφυγε στη δεύτερη. Η τοποθέτηση του Σπαρτιάτη εφόρου Σθενελαΐδα είναι ενδεικτική: “Ψηφίστε πόλεμο. Μην αφήσετε τους Αθηναίους να γίνουν ισχυρότεροι” προέτρεψε τους συμπολίτες του.

Ο Ερντογάν ίσως θα έπρεπε, λοιπόν, όπως άλλωστε όλοι όσοι μελετούν και χαράσσουν στρατηγική, να διαβάσει Θουκυδίδη. Διαφορετικά κινδυνεύει να πέσει στην ονομαζόμενη «παγίδα» του. Πιο συγκεκριμένα ο μαξιμαλισμός του και η επιθετική αναθεώρηση του status quo της Νοτιοανατολικής Μεσογείου είναι πιθανό να προκαλέσει ανασφάλεια σε άλλες δυνάμεις που θα θέλουν να διατηρήσουν τη σχετική θέση τους σε αυτό. Συνεπώς, ελλοχεύει ο κίνδυνος να του επιτεθούν, για να τον αναχαιτίσουν, πιθανότατα μάλιστα συμμαχώντας η μία με την άλλη υπό το γνωστό δόγμα: ο εχθρός του εχθρού φίλος.

Κλείνοντας όμως πρέπει να έχουμε κατά νου και μια άλλη θουκυδίδεια ρήση: “Φρόνιμοι είναι εκείνοι που ξέρουν ότι ο πόλεμος (και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, γενικότερα, η διακρατική σύγκρουση) δεν περιορίζεται στα όρια που εκείνοι θέλουν να του επιβάλλουν. Η τύχη, εν τέλει, οδηγεί τη πορεία του”.

 

Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη, Διδάκτωρ Διεθνών & Ευρ. Σπουδών – Δικηγόρος, Καθηγήτρια της Νομικής Sorbonne Paris Nord/IdEF, Αντιδήμαρχος Πειραιά