Το δίλημμα: Πληθωρισμός ή ύφεση;

Το δίλημμα να ωθηθούν οι οικονομίες σε ύφεση για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός, ολοένα έρχεται και πιο κοντά. Ποιες οι επιλογές για την Ελλάδα.
|
Open Image Modal
kadirkaba via Getty Images

Του Γιώργου Ατσαλάκη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης -Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης

Για πρώτη φορά, μετά τον στασιμοπληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση του 1973,  συνυπάρχουν δύο ήδη πληθωρισμού, των οποίων οι αιτίες είναι διαφορετικές: 

α) ο πληθωρισμός ζήτησης και

β) ο πληθωρισμός κόστους παραγωγής. 

Ο πληθωρισμός ζήτησης δημιουργείται εξαιτίας της άφθονης ποσότητας χρημάτων των προηγουμένων ετών, τα οποία προήλθαν από την «εκτύπωση χρήματος» ή αλλιώς την ποσοτική χαλάρωση, και την αφθονία των  πιστώσεων από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια (και όχι  από κέρδη από την  παραγωγική διαδικασία). 

Σε όλο τον κόσμο, στην περίοδο της πανδημίας,  οι κεντρικές τράπεζες «εκτύπωσαν» πάνω από $8 τρισ. τα οποία σε αντίθεση με το παρελθόν, χρηματοδότησαν τα κρατικά ελλείματα, τα οποία εκτοξεύτηκαν σε αδικαιολόγητα ύψη. Επίσης εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος των χωρών για πρώτη φορά στο 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τα χρήματα αυτά όμως εισήλθαν στην πραγματική οικονομία μέσω επιδοτήσεων κλπ., και δημιούργησαν πληθωρισμό  ζήτησης σε ευρείας κατανάλωσης αγαθά, από τις αρχές του 2021.

Επειδή οι φόροι,  δεν μπορούσαν να συντηρήσουν ένα δημόσιο τομέα σπάταλο και ανοιχτοχέρη, οι ηγεσίες της Δύσης κατέφυγαν στον δανεισμό. Για να ευχαριστήσουν τους σημερινούς εκλογείς καταστρέφουν τους αυριανούς. Με αποτέλεσμα το συνολικό παγκόσμιο χρέος να έχει φθάσει τα $303 τρισ. μέχρι το τέλος του 2021. Το δημόσιο παγκόσμιο χρέος αναμένεται να φθάσει στα 71 τρισ το 2022, όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι κοντά στα 90 τρισ. Οι χώρες υπερχρεώνονται και γίνονται ολοένα και πιο αδύναμες να αντιμετωπίζουν κρίσεις ή έκτακτες καταστάσεις που πάντα θα συμβαίνουν.

Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού ζήτησης απαιτεί να αποσυρθεί  η αφθονία χρήματος,  με τον περιορισμό των   δανείων,  και της  «ποσοτικής χαλάρωσης», για να μειωθεί η ζήτηση, στη συνέχεια να μειωθούν οι τιμές και να μειωθεί ο πληθωρισμός.

Για να περιοριστεί η κυκλοφορία τους χρήματος πρέπει να περιοριστούν τα δάνεια, οπότε  οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού για να αποτρέψουν την λήψη δανείων. Τα επιτόκια θα αυξάνονται και θα παραμείνουν υψηλά έως ότου επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού στο 2% σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα.

Οι κυβερνήσεις όμως θέλουν να δαπανήσουν τεράστιες ποσότητες χρήματος για να αντιμετωπίσουν τις έκτακτες κρίσεις που η μια, συμβαίνει μετά την άλλη. Κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες όσο αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες και οι πιστώσεις, τόσο τροφοδοτούν περεταίρω τον πληθωρισμό και παράλληλα ακυρώνουν το έργο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για αύξηση των επιτοκίων, ώστε να μειωθούν οι πιστώσεις, για να μειωθεί το χρήμα που κυκλοφορεί, ώστε να μειωθεί ή ζήτηση, ώστε να μειωθούν οι τιμές, για να μειωθεί ο πληθωρισμός!

Η πολιτική της αύξησης των δημοσίων δαπανών στοίχισε πρόσφατα, την πρωθυπουργία στην Αγγλίδα πρωθυπουργό. Άρα θα είναι δύσκολο για τις κεντρικές  τράπεζες να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό αποσύροντας χρήματα από την οικονομία και από την άλλη οι κυβερνήσεις να διοχετεύουν χρήματα στην οικονομία. Είναι δύο αντίθετες ενέργειες. 

Η απόσυρση χρημάτων μέσω της αύξησης των επιτοκίων δεν επηρεάζουν τον άλλο πληθωρισμό δηλαδή τον πληθωρισμό κόστους παραγωγής ο οποίος οφείλεται στις αυξημένες τιμές της ενέργειας εξ αιτίας της έλλειψης παραγωγής ενέργειας.

Οι αυξημένες τιμές της ενέργειας οφείλονται στην αδυναμία πρόβλεψης αύξησης της ζήτησης φυσικού αερίου κατά την διάρκεια της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Πρόχειρες αποφάσεις ωθούσαν στην ταχεία απόσυρση πηγών ενέργειας που τροφοδοτούσαν σταθερά και συνεχώς το ηλεκτρικό δίκτυο (π.χ. λιγνίτης, πετρέλαιο, αέριο κλπ.) και την αντικατάστασή τους με πηγές ενέργειας που δεν μπορούν να τροφοδοτούν σταθερά και συνεχώς (επί εικοσιτετραώρου βάσεως) το ηλεκτρικό δίκτυο. Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια παράγουν κατά μέσο όρο μόνο το 30-35% της εγκατεστημένης ισχύος και ποτέ δεν μπορούν να παράγουν σταθερή και συνεχή ενέργεια όλα το εικοσιτετράωρο.

Όταν παράγεται ηλεκτρική ενέργεια από τις ανανεώσιμες πηγές που παράγουν μόνο 30% της εγκατεστημένης ισχύς, η απώλεια του 70% δημιουργεί ένα τεράστιο κόστος επένδυσης το οποίο καθιστά την επένδυση μη αποτελεσματική και μη βιώσιμη. Για το λόγο αυτό η παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας επιδοτείται από τα κράτη αλλιώς οι επενδύσεις δεν θα ήταν βιώσιμες και η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος θα ήταν πανάκριβη. Ποιος θα δημιουργούσε  ένα εργοστάσιο που θα παράγει μόνο στο 30% της παραγωγικής του δυναμικότητας;  Οι παραγόμενες  ποσότητες του 30% πρέπει να επωμιστούν το κόστος επένδυσης του υπολοίπου 70% της παραγωγικής δυναμικότητας που δε χρησιμοποιείται.

Στην οικονομική πραγματικότητα κανείς δεν επενδύει σε εργοστάσια που παράγουν μόνο 30% της δυναμικότητας τους. Η χρήση μπαταριών για να καλύπτονται τα κενά παραγωγής,  όταν δεν φυσάει άνεμος ή δεν υπάρχει ηλιοφάνεια, και όταν αυτό θα είναι εφικτό, θα αυξήσει ακόμα περισσότερο το ήδη υψηλό κόστος παραγωγής ενέργειας.

Για να καλυφθούν τα κενά για σταθερή και συνεχή παραγωγή που απαιτεί το δίκτυο ηλεκτροδότησης, όλα τα κράτη στράφηκαν  προς το φυσικό αέριο με αποτέλεσμα η αυξημένη ζήτηση του, σε μια αγορά πλήρως καρτελοποιημένη, που ελέγχεται κυρίως από το καρτέλ του ΟΠΕΚ+Ρωσία, να απογειώσει τις τιμές του φυσικού αερίου και να παρασύρει και  όλες τις άλλες πηγές ενέργειας σε δυσθεώρητη άνοδο τιμών τους, από τις αρχές του  2021.

Οι τιμές της ενέργειας μπορούν να μειωθούν είτε με την αύξηση της παραγωγής, κυρίως του φυσικού αερίου που αποτελεί το μεταβατικό καύσιμο προς την πράσινη ενέργεια, είτε με μείωση της ζήτησης ενέργειας λόγω ύφεσης της οικονομίας με τραγικές συνέπειες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Η μείωση  της ζήτησης ενέργειας θα προέλθει από την ύφεση που θα οδηγηθούν οι οικονομίες από την αύξηση των επιτοκίων για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός ζήτησης. Το δίλημμα να ωθηθούν οι οικονομίες σε ύφεση για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός, ολοένα έρχεται και πιο κοντά. Ήδη τα πλοία από την Άπω Ανατολή δεν γεμίζουν  με εμπορευματοκιβώτια (έρχονται με περίπου το 70% της χωρητικότητας τους) και οι ναύλοι έχουν μειωθεί πάνω από το 75% από την αρχή του έτους (σήμερα τα ναύλα είναι περίπου 2.200$ το εμπορευματοκιβώτιο των  40 ποδιών).

Η αύξηση της παραγωγής  φυσικού αερίου βραχυχρόνια δεν μπορεί να συμβεί, καθώς τέτοιες  επενδύσεις τα τελευταία 15 έτη θεωρούταν  μη πράσινες με αποτέλεσμα να μην χρηματοδοτούνται από τις τράπεζες. Όμως χωρίς αύξηση της παραγωγής ενέργειας,  ο στόχος μείωσης του πληθωρισμού στο 2% θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί και ίσως να μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά  πολλά χρόνια. Για το λόγο αυτό τα αμέσως επόμενα χρόνια ο πληθωρισμός ακόμα και εάν μειωθεί λόγω της ύφεσης,  θα παραμείνει σε ένα αρκετά υψηλότερο ποσοστό από το 2% για πολλά χρόνια.

Οι τιμές θα σταθεροποιηθούν σε ένα υψηλό επίπεδο,  όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης παραγωγής φυσικού αερίου,  αλλά και τις ελλείψεις που παρουσιάζονται σε ανθρώπινο δυναμικό,  σε αποθέματα κοβαλτίου, λιθίου, χαλκού,  νικέλιου, σιδήρου καθώς και στις σπάνιες γαίες. Τα υλικά αυτά γίνονται ολοένα και πιο ακριβά ενώ είναι  απαραίτητα υλικά για το οικοσύστημα της πράσινης ενέργειας, που όλοι θα πρέπει να επιδιώξουμε, αλλά πρέπει να γίνει με  βιώσιμο τρόπο για να αποφευχθεί η χρεοκοπία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Οι επιδόσεις της Ελληνικής οικονομίας στην προσέλκυση  άμεσων ξένων επενδύσεων,  με έμφαση στις επενδύσεις  «ελκυστές» (data centers, ηλεκτρικά καλώδια, κλπ.)  που θα φέρουν πολλές άλλες επενδύσεις, καθώς και η ψηφιοποίηση της οικονομίας η οποία αυξάνει την παραγωγικότητα,  ίσως βοηθήσουν την χώρας μας να αντέξει, έχοντας τις  μικρότερες δυνατές απώλειες.