Ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός

Πόσο πειστικός είναι ο λόγος που ονειρεύεται επερχόμενες εισροές σε διαρκώς συρρικνούμενη οικονομία, παρασιωπώντας τα λουκέτα επιχειρήσεων σε βασικά είδη, όπως τρόφιμα, που πολλαπλασιάζονται; Και κατά πόσο η επίσημη διγλωσσία δεν προσλαμβάνεται από την κοινή γνώμη ως εμπαιγμός προκείμενου να συγκαλύπτεται το έλλειμμα δικής της προοπτικής; Εάν η κυβέρνησή αδυνατεί να παρουσιάσει δικό της παράλληλο πρόγραμμα και σχέδιο που να αντισταθμίζει τις αρνητικές επιπτώσεις στην πολιτική που επιβάλλουν δανειστές και εταίροι, σε κάθε περίπτωση η κοινή γνώμη θα εκτιμούσε περισσότερο την ειλικρίνεια για τη σημερινή δυστυχία της από τις φανταστικές αφηγήσεις στις οποίες δεν πιστεύουν ούτε οι διακινητές τους.
|
Open Image Modal
sooc

Όταν η εκτελεστική εξουσία περιέρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την δικαστική, τότε δύσκολα πείθει ότι μάχεται για την τήρηση της νομιμότητος, η οποία αναμφίβολα παραβιαζόταν κατάφωρα στο παρελθόν από τους προκατόχους της. Στη χώρα που η συνταγματική νομιμότητα παραμένει μόνον στα χαρτιά και στην πράξη αποτελεί άγνωστο είδος, ριζοσπαστισμός δεν είναι η άγνοια ή η παράκαμψή της, αλλά αντίθετα η ανάδειξη, προάσπιση και κατοχύρωσή της. Ενόσω για την ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου απαιτείται ρητά από το Σύνταγμα ευρύτερη διακομματική σύμπραξη, τότε δύσκολα πείθει για τις προθέσεις και την αποτελεσματικότητα της κάθε προσπάθεια που εξαντλείται στην περιορισμένη κυβερνητική πλειοψηφία.

Με τις περιπέτειες των τελευταίων ημερών, τροφοδοτούνται τα πιο περίεργα σενάρια. Ορισμένοι φθάνουν στο σημείο να προεξοφλούν ότι η κυβέρνηση δεν επιδιώκει πραγματική αλλαγή του τοπίου, αφού προωθεί διαδικασίες εκ προοιμίου καταδικασμένες να εκπέσουν. Κάποιοι άλλοι, λιγότερο ευφάνταστοι, αποδίδουν το ατελείωτο τηλεοπτικό σίριαλ σε ελαφρότητα των καθ' ύλην αρμόδιων, που πάντως, εάν αληθεύει, θα ήταν οπωσδήποτε τραγική και ασυγχώρητη. Ο δρόμος προς την κόλαση στρώνεται πάντα με τις καλύτερες των προθέσεων. Υπάρχουν ακόμη και κάποιοι άλλοι που αποδίδουν την ανάδειξη στο προσκήνιο της τηλεοπτικής χιονοστιβάδας σε εγχείρημα αντιπερισπασμού προς απομάκρυνση της κοινής γνώμης από τα καυτά και αδιέξοδα προβλήματα στα οποία παραμένει παγιδευμένη η οικονομία της χώρας.

Τέλος, πόσο σώφρον, κατευναστικό και αποτελεσματικό είναι για την συναινετική διαχείριση του τηλεοπτικού πεδίου η μια πλευρά να προτείνει ως εκπροσώπους της άλλης πρόσωπα που η τελευταία δεν αποδέχεται, δεν την εκπροσωπούν, αλλά και εκτιμά ότι αποσκοπούν στον διεμβολισμό της; Με τέτοιες πρακτικές, η ανομία δεν τείνει να θεραπεύεται, αλλά αντίθετα διαιωνίζεται. Με την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης έναντι εσωτερικών εχθρών, υποβόσκει η προσδοκία ότι θα λησμονούνται έτσι όλα τα άλλα προβλήματα, ότι κάθε κριτική και «μεμψιμοιρία» θα σταματά ή τουλάχιστον θα παύει να ακούγεται.

Η προοδευτική κυβέρνηση θα όφειλε τουλάχιστον, προς εξασφάλιση του κύρους και του άμεμπτου των διαδικασιών που η ίδια προωθεί, να γνωρίζει και να τηρεί τις συνταγματικά κατοχυρωμένες διαδικασίες για την πάταξη της ανομίας στο τηλεοπτικό πεδίο, όπως άλλωστε και για την προαναγγελλόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Όταν δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αποτελεσματικότητά της, όσο κυρίως για την επίδειξη «πυγμής» κάποιων στελεχών της και ακόμη περισσότερο για να αποδώσει τις ευθύνες για τη δική της αναποτελεσματικότητα στους αντιπάλους, τότε θα μπορεί να επικαλείται ως ελαφρυντικό για την αποτυχία της τον πόλεμο που θα έχουν βεβαίως ανοίξει εναντίον του μεταρρυθμιστικού έργου της τα κάθε είδους μεγάλα συμφέροντα. Και βέβαια, με αυτόν τον τρόπο θα έχει χαθεί η ευκαιρία για σοβαρή και αξιόπιστη ρύθμιση τόσο στο τηλεοπτικό τοπίο όσο και γενικότερα στο Σύνταγμα και στη στήριξη των θεσμών. Αλλά τουλάχιστον θα έχει απομείνει η εντύπωση ότι δόθηκε «σκληρή μάχη» για να μη χαθεί...

Στη χώρα που η συνταγματική νομιμότητα παραμένει μόνον στα χαρτιά και στην πράξη αποτελεί άγνωστο είδος, ριζοσπαστισμός δεν είναι η άγνοια ή η παράκαμψή της, αλλά αντίθετα η ανάδειξη, προάσπιση και κατοχύρωσή της.

Παρόμοια ατελέσφορη διαχείριση καταγράφεται και σε άλλα πεδία, ιδίως σε αυτό της οικονομίας. Μέχρι σήμερα, εκτός από την πολυσυζητημένη προεκλογική ομιλία της Θεσσαλονίκης, η κυβέρνηση παραμένει σε αδυναμία να παρουσιάσει κάποιο ξεκάθαρο δικό της σχέδιο εξόδου της χώρας από την κρίση στην οποία διατηρείται κατά την τελευταία 7ετία. Μοναδικός «οδικός χάρτης» της παραμένει αυτός των δανειστών της χώρας και του κουαρτέτου των ευρωπαϊκών θεσμών. Είναι το μνημονιακό πρόγραμμα για το οποίο η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει ότι δεν βγάζει την χώρα από την κρίση, αλλά αντίθετα την εξωθεί βαθύτερα σε αυτήν.

Εν τούτοις, η ίδια δεν ενοχλείται να επικαλείται «επιτυχίες» που υποτίθεται πως προκύπτουν από την πιστή τήρηση του υφεσιακού προγράμματος (πακέτο Γιούνκερ και ΕΣΠΑ, που πάντως δεν προέρχονται από δικές της ενέργειες και δεν αφορούν ειδικά την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ευρωζώνη) ούτε να διαβεβαιώνει πως με την διαρκή υπερφορολόγηση και τα πρόσθετα υφεσιακά μέτρα ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή στην ανάπτυξη. Πόσο πειστικός είναι ο λόγος που ονειρεύεται επερχόμενες εισροές σε διαρκώς συρρικνούμενη οικονομία, παρασιωπώντας τα λουκέτα επιχειρήσεων σε βασικά είδη, όπως τρόφιμα, που πολλαπλασιάζονται; Και κατά πόσο η επίσημη διγλωσσία δεν προσλαμβάνεται από την κοινή γνώμη ως εμπαιγμός προκειμένου να συγκαλύπτεται το έλλειμμα δικής της προοπτικής; Εάν η κυβέρνησή αδυνατεί να παρουσιάσει δικό της παράλληλο πρόγραμμα και σχέδιο που να αντισταθμίζει τις αρνητικές επιπτώσεις στην πολιτική που επιβάλλουν δανειστές και εταίροι, σε κάθε περίπτωση η κοινή γνώμη θα εκτιμούσε περισσότερο την ειλικρίνεια για τη σημερινή δυστυχία της από τις φανταστικές αφηγήσεις στις οποίες δεν πιστεύουν ούτε οι διακινητές τους. Φυσικά, εάν η αποτυχία φθάσει σε σημείο που δεν θα μπορεί πλέον να συγκαλύπτεται, τότε οι ευθύνες θα αποδίδονται και πάλι στη «συνωμοσία» των αντιπάλων και των μεγάλων συμφερόντων.

Με την αντίληψη ότι όλα τα ζητήματα είναι μόνο «πολιτικά» και τίποτα άλλο, κάθε αποτυχία εύκολα αποδίδεται στην ισχύ και στρατηγική του αντιπάλου. Ωστόσο, στην ουσία κανένα ζήτημα δεν είναι μόνο πολιτικό, αλλά το καθένα είναι ταυτόχρονα και κάτι άλλο ακόμη: η ρύθμιση του τηλεοπτικού πεδίου, εκτός από πολιτικό ζήτημα, είναι ταυτόχρονα και κατ' εξοχήν συνταγματικό. Η επαναφορά της οικονομίας σε συνθήκες επανεκκίνησης, εκτός από πολιτικό, είναι ταυτόχρονα και κατ' εξοχήν ζήτημα διαφορετικής οικονομικής πολιτικής που μέχρι σήμερα παραμένει ανεύρετη. Εκτός από την ισχύ και τις μηχανορραφίες των αντιπάλων και των μεγάλων συμφερόντων, η κυβέρνηση μπορεί ακόμη να αυτο-υπονομεύεται με τη δική της αλυσιτελή διαχείριση. Και σε αυτή την περίπτωση, δύσκολα θα πείθει ότι για όλα ευθύνονται πάντα όλοι οι άλλοι, εκτός από την ίδια.