Το δόγμα Χουλιαράκη

Το αποκορύφωμα ήταν η μακρά, εριστική διαπραγμάτευση του πρώτου επταμήνου του 2015. Μια νέα κυβέρνηση, με τεράστια αποθέματα πολιτικού κεφαλαίου, είχε μιαν ευκαιρία να κλείσει μια συμφωνία με τους δανειστές τον Φεβρουάριο του 2015. Καλή; Όχι. Καλύτερη πάντως από εκείνην που μπορούσε να έχει πετύχει η προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά και απείρως καλύτερη από εκείνην που τελικά συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Και, επιπλέον, ο μακρύς χρόνος της διαπραγμάτευσης δεν δόθηκε δωρεάν. Πληρώθηκε ακριβά στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Με αβεβαιότητα που ματαίωσε επενδύσεις, διέψευσε προσδοκίες και σακάτεψε το τραπεζικό σύστημα.
|
Open Image Modal
sooc

Οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 2010, σχεδόν όλες, υιοθέτησαν ένα βασικό δόγμα: Καλύτερα μια συμφωνία, έστω χειρότερη, αργότερα, παρά μια συμφωνία τώρα! Ήταν η βασική οδηγία στο κυβερνητικό «μάνιουαλ» για τον χειρισμό των διαπραγματεύσεων για τις αξιολογήσεις, τα μνημόνια, τις συμφωνίες. Κι ήταν μια οδηγία συμβατή με το πολιτικό DNA που αποστρέφεται, αποφεύγει και αναβάλλει, αν δεν μπορεί να αποφύγει, ό,τι φέρνει «πολιτικό κόστος».

Η «εξωτερική» αιτιολόγηση του δόγματος ήταν πάντα η ίδια: Ο συσχετισμός δυνάμεων τώρα είναι αρνητικός. Αν περιμένουμε, αν χρονοτριβήσουμε, αν αντισταθούμε, ίσως βρούμε κάποια στιγμή ένα παράθυρο ευκαιρίας, ίσως βρέξει ο θεός καλές ειδήσεις, ίσως βελτιωθούν οι συσχετισμοί, ίσως βρεθούμε σε ευνοϊκότερη θέση.

Αλλά η ισχυρή, η πραγματική αιτιολόγηση ήταν πάντα η «εσωτερική»: Αν τραινάρουμε την διαπραγμάτευση, αν την κάνουμε δύσκολη και την στολίσουμε με γεναίες δηλώσεις, κόκκινες γραμμές και αρχές από τις οποίες δεν κάνουμε πίσω, θα δημιουργήσουμε μια εικόνα ατρόμητου διαπραγματευτή που δεν λέει ναι σε όλα, αμύνεται μέχρι τέλους, το παλεύει. Κι όταν, εν τέλει, υποχωρήσει, υποχωρεί με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια βουρκωμένα, αφού είχε κάνει «ό,τι μπορούσε» και είχε υποχρεωθεί να υιοθετήσει μέτρα που κάνουν την καρδιά του να ματώνει και που ποτέ δεν θα υιοθετούσε αν οι άλλοι δεν ήταν άκαρδοι και δεν πίεζαν τόσο ασφυκτικά.

Η σκηνοθεσία αυτή επανελήφθη αρκετές φορές. Πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα. Η καθυστερημένη συμφωνία είναι πάντα χειρότερη. Και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της αβεβαιότητας που παράγει η εκκρεμότητα είναι πάντα μεγαλύτερο από το όποιο όφελος θα μπορούσε να φέρει μια καλύτερη συμφωνία.

Το αποκορύφωμα ήταν η μακρά, εριστική διαπραγμάτευση του πρώτου επταμήνου του 2015. Μια νέα κυβέρνηση, με τεράστια αποθέματα πολιτικού κεφαλαίου, είχε μιαν ευκαιρία να κλείσει μια συμφωνία με τους δανειστές τον Φεβρουάριο του 2015. Καλή; Όχι. Καλύτερη πάντως από εκείνην που μπορούσε να έχει πετύχει η προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά και απείρως καλύτερη από εκείνην που τελικά συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Και, επιπλέον, ο μακρύς χρόνος της διαπραγμάτευσης δεν δόθηκε δωρεάν. Πληρώθηκε ακριβά στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Με αβεβαιότητα που ματαίωσε επενδύσεις, διέψευσε προσδοκίες και σακάτεψε το τραπεζικό σύστημα.

Οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 2010, σχεδόν όλες, υιοθέτησαν ένα βασικό δόγμα: Καλύτερα μια συμφωνία, έστω χειρότερη, αργότερα, παρά μια συμφωνία τώρα!

Δεν ήταν η πρώτη, μα ήταν η πιο ακραία εκδοχή της εφαρμογής του «δόγματος». Του οποίου το συνολικό κόστος αποτιμάται σε μελέτες που υποστηρίζουν ότι μόνον το 50% των απωλειών που υπέστη η Ελλάδα- μείωση εισοδήματος, απώλεια θέσεων εργασίας- οφείλεται σε αυτά καθ' εαυτά τα μέτρα λιτότητας των μνημονίων. Το υπόλοιπο 50% οφείλεται στην παρατεταμένη αβεβαιότητα, στην ατέρμονα διαπραγμάτευση, στον φαύλο κύκλο της αγωνίας- κλείνει ή δεν κλείνει η αξιολόγηση; Έρχεται ή δεν έρχεται η δόση; Μένουμε ή φεύγουμε από το ευρώ;

Και να που, ξαφνικά, σε μια κρίσιμη στιγμή μιας ακόμη, της νιοστής διαπραγμάτευσης, για μια ακόμη, την νιοστή εκκρεμή αξιολόγηση, ένας υπουργός τολμά (εκτός έδρας, έστω, στο Λονδίνο) να προφέρει το αυτονόητο: πως είναι καλύτερα να έχουμε μια έστω χειρότερη συμφωνία τώρα αμέσως, παρά μια καλύτερη συμφωνία ίσως, μετά από πέντε- έξι μήνες. Γιατί το κόστος της αβεβαιότητας πάνω από μια εξουθενωμένη οικονομία υπερβαίνει το όποιο δυνητικό (και κάτι παραπάνω από αμφίβολο) όφελος μιας καλύτερης συμφωνίας. Ας το ονομάσουμε, προς τιμήν του «δόγμα Χουλαριάκη». Και ας ελπίσουμε να είναι κάτι περισσότερο από μια μοναχική φωνή.