Αλλάζοντας το εθνικό στρατηγικό μας παράδειγμα

Η κατηγοριοποίηση που κάνουν οι ΗΠΑ για τις χώρες που έχουν μεγαλύτερη αξία κατατάσσει την Τουρκία σε ευμενέστερη θέση, σε σχέση με τη χώρα μας.
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείο: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΟΝΑΔΑ ΠΝ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΟΡΜΗ 3/19
Eurokinissi

Η γεωγραφική θέση της χώρας μας μπορεί να λογιστεί ως ένα οξύμωρο σχήμα μεταξύ ευλογίας και κατάρας. Από τη μια το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας (όχι μόνο πια της κυβέρνησης!) και ο ήλιος σμιλεύουν και δίνουν ξεχωριστά χρώματα στο ενδιαίτημα της πατρίδας μας. Από την άλλη, όμως η γεωγραφία μας, καθιστά δυσχερή την όποια ανέμελη διαβίωση, καθώς γύρω από το ελληνικό «στρουμφοχωριό», κυρίως, ο εξ Ανατολών ”Δρακουμέλ” καραδοκεί. Και αυτό ακριβώς το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό οξύμωρο καθόρισε, καθορίζει και θα καθορίσει τον εθνικό μας πλου.

Γύρω από αυτή την πορεία, στην οικονομία, στη στρατηγική και στην ίδια την εξωτερική μας πολιτική, οι μύθοι και το κάθε λογής ευγενές φληνάφημα εμποτίζουν τη σκέψη και τη δράση μας, ως κράτος και ως δρων στο διεθνές σύστημα.

Ορίζοντας λοιπόν τα πράγματα, το ελληνικό κράτος από τη γένεσή του και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ένα de facto et de iure κράτος-προτεκτοράτο. Και οφείλει την τελική επίτευξη του εθνικού του εγχειρήματος, εν πολλοίς, στα συμφέροντα των προστάτιδων δυνάμεων που ήλεγχαν και ευελπιστούσαν στην απόδοση αυτού του ”ελληνικού ομολόγου”. Η τύχη της χώρας μας ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένη με τη Δύση και τον συνακόλουθο στρατηγικό προσανατολισμό. Κάθε άλλη αναμονή πληρώθηκε και στιγμάτισε τους όποιους εθνικούς πόθους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο δυτικός προσεταιρισμός παρήγαγε πάντα ευεργετικά αποτελέσματα. Ο εθνικός μας μεσσιανισμός, η ιδιάζουσα πολιτική μας ανθρωπολογία και οι εμμονές της ηγεσίας, κάθε φορά που σκόνταψαν και δεν ερμήνευσαν ορθά και ευθύκριτα το διεθνές σύστημα και την εκάστοτε διεθνή τάξη, οδήγησαν σε τραγωδίες του Ελληνισμού, από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τον Εθνικό Διχασμό, την Μικρασιατική Καταστροφή, τον Εμφύλιο και την Κυπριακή τραγωδία (αλλά και τις οικονομικές πτωχεύσεις).

Η πρακτική οργανωσιακή εφαρμογή του στρατηγικού μας προσανατολισμού, μέσα από την ένταξή μας στο ΝΑΤΟ, στην παλιά ΕΟΚ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρείχε την πυξίδα, ορίζοντας το πλαίσιο, αλλά δεν καθόρισε το περιεχόμενο της εθνικής μας δράσης, καθώς στο δια ταύτα, το καθετί κρίνεται από τις επιλογές της εκάστοτε ηγεσίας που προκύπτει από την ετυμηγορία και την ευθύνη και του ίδιου του ελληνικού λαού.

Και φτάνοντας στο σήμερα, η δική μου προσέγγιση (προϊόν έρευνας και εμβίωσης) εστιάζει στο ότι απαιτείται να διαλυθούν οι όποιες αυταπάτες συντροφεύουν και χαϊδεύουν τον εθνικό μας λήθαργο και ειδικά στα ελληνοτουρκικά. Εκεί, η κατηγοριοποίηση που κάνουν οι ΗΠΑ για τις χώρες που έχουν μεγαλύτερη αξία κατατάσσει την Τουρκία σε ευμενέστερη θέση, σε σχέση με τη χώρα μας. Ωστόσο, θεωρούν ως πρόβλημα τον πρόεδρο της. Πέρα λοιπόν από τις όποιες επαρχιώτικες προσμονές και στείρες επικλήσεις περί διεθνούς δικαίου, η χώρα μας καλείται να επανιδρύσει τη σχέση της με τις ΗΠΑ, με όρους όχι πια επαίτη απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, αλλά σοβαρού στρατηγικού εταίρου. Που έχει τη βούληση να γνωρίζει και τη γνώση να βούλεται, όσον αφορά στα θέματα της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ και των ενεργειακών συνεργειών. Και να κινηθεί με αλλαγή στρατηγικού παραδείγματος, όσον αφορά στην προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και κυρίως αξιοπρέπειας, σε ενεργή συνεργασία με παραδοσιακές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία) που για τα δικά τους συμφέροντα (χάρη και στην κυπριακή οξυδέρκεια) στέκονται (για την ώρα), απέναντι στα σουλτανικά φιρμάνια του Ερντογάν. Και αυτό το στρατηγικό παράδειγμα είναι απαλλαγμένο από φοβικά σύνδρομα και είναι σε θέση να εξουδετερώσει την όποια απειλή, σύμφωνα με το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας της εθνικής κυριαρχίας, και χωρίς να υπάρχουν γκρίζα σημεία επ’ αυτής (με τη δική μας ευθύνη, αφού δεν έχουμε προβεί στις δέουσες ενέργειες). Και κυρίως να είναι σε θέση όχι με προβλέψιμες δικαιικές επικλήσεις, αλλά στην πράξη να αποτρέψει τα σχέδια του αντιπάλου.

Αυτή η αναγκαία συνθήκη πληρούται πέρα από την οικονομική ανάταση και τη στρατιωτική μας ενδυνάμωση, κατεξοχήν με εμβάθυνση της στρατηγικής σχέσης και πρόσδεσης με τις ΗΠΑ, στη βάση συγκεκριμένων «δούναι και λαβείν», καθώς δεν φαίνεται ότι παγιώνεται μια πολυπολική ή μετά-μονοπολική διεθνή τάξη. Αλλά ίσως είναι ακόμα πιο επικίνδυνο για την υψηλή μας στρατηγική η αδυναμία της να κατανοήσει τις μεταβατικές φάσεις της διεθνούς τάξης, καθώς κάθε φορά που είχαμε μια τέτοια μετάβαση, αυτή μεταφράστηκε σε εθνικά τραύματα (βλ. αρχή του Σκοπιανού ζητήματος κ.α).

Το έργο που έχει επιτελεστεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, σε συνεργασία με την αμερικανική πλευρά και δη την Αθήνησι (ως κορυφή της πυραμίδας των ενεργειακών τριγώνων και συμπράξεων) είναι προς την ωφέλιμη κατεύθυνση. Η σοβαρότητα, ωστόσο, από ελληνικής πλευράς, όσον αφορά στην προσήλωση στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων και η ικανότητα της χώρας μας να ανιχνεύει και να διαχειρίζεται τις όποιες αμερικανικές αμφιθυμίες συνιστούν μονόδρομο, ο οποίος έχει σαφώς ως Λυδία Λίθο την ευόδωση των εθνικών μας στοχεύσεων.