Απέτυχε η ελληνική μεταναστευτική πολιτική;

Η εξέλιξη του μεταναστευτικού ζητήματος όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα έχει καταστεί εξαιρετικά δύσκολη από πλευράς διαχείρισης για μία μικρή ευρωπαϊκή χώρα όπως είναι η Ελλάδα
Open Image Modal
Μετά την πυρκαγιά στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας. Χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται αυτή την ώρα άστεγοι, μέσα στους δρόμους.Η πυρκαγιά ξέσπασε μετά από επεισόδια,όταν ανακοινώθηκαν κρούσματα κορονοϊού στον καταυλισμό, Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020
Eurokinissi

Από τις αρχές αυτής της δεκαετίας η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μία συνεχή και άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη ιστορία της, ροή παράνομων μεταναστευτικών ροών. Μία μικρή ευρωπαϊκή χώρα ανάλωσε όλες τις δυνάμεις της για να αντιμετωπίσει ένας συνεχώς αυξανόμενο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο, οι διαστάσεις του οποίου αποδείχθηκαν τελικά απρόβλεπτες και ιδιαιτέρως επώδυνες για την ελληνική κοινωνία, όπως φαίνεται και από τα χθεσινά έκτροπα στη Μόρια. 

Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι χειραγωγήθηκαν συστηματικά επί σειρά ετών, τόσο από κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος, όσο και από άλλους φορείς - χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συλλήψεις μελών ΜΚΟ τον Αύγουστο του 2018 που συμμετείχαν σε οργανωμένο κύκλωμα διακίνησης παρανόμων μεταναστών - με το δέλεαρ της «ευρωπαϊκής γης της επαγγελίας», με αποτέλεσμα να διαθέσουν τις λιγοστές οικονομίες τους για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, χάνοντας, πολλοί εξ αυτών, και την ίδια τους τη ζωή.

Και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, η Ευρώπη παρακολούθησε την εξέλιξη αυτού του ανθρώπινου δράματος μέσω μίας σειράς αυστηρών γραφειοκρατικών διαδικασιών, που κατά κύριο λόγο αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων των βορείων ευρωπαϊκών χωρών σε βάρος των νοτίων ευρωπαϊκών χωρών.

Αρχικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδίωξε να επιλύσει το πρόβλημα του μεταναστευτικού μέσα από πολιτικές οικονομικών παροχών προς τίς ευρωπαϊκές χώρες του νότου. Στην πραγματικότητα, αυτή η οικονομική πολιτική δεν ήταν τίποτε άλλο από την συγκάλυψη της εσωτερικής διαφωνίας των κρατών μελών της να αντιμετωπίσει από κοινού το συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης. Και τούτο, βεβαίως, αποδείχτηκε προσφάτως και από επίσημες πολιτικές δηλώσεις κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι δεν επιθυμούν την είσοδο και την εγκατάσταση στα εδάφη τους μεταναστών και προσφύγων.

Έτσι, η Ελλάδα συνέχισε και συνεχίζει ακόμη να αντιμετωπίζει ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα κατ’ ουσίαν μόνη της. Αμέλησε να διαμορφώσει την δική της μεταναστευτική πολιτική προσδοκώντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταρτίσει μία αποτελεσματική κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο του μεταναστευτικού ζητήματος. Όπως και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, έτσι και η Ελλάδα συναίνεσε στις συνθήκες του Δουβλίνου οι διατάξεις των οποίων συντάχθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετούν πρωτίστως τα συμφέροντα των βορείων ευρωπαϊκών χωρών, γεγονός το οποίο διαπιστώθηκε κατά την εξέλιξη του μεταναστευτικού ζητήματος και κυρίως τις περιόδους όξυνσης του.

Η ευρωπαϊκή αποτυχία στη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος επιβεβαιώθηκε και επισήμως όταν κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Visegrand Group) εξέφρασαν από κοινού τις θέσεις τους κατά της μετακίνησης μεταναστών και προσφύγων εντός των εδαφών τους, αποδομώντας κάθε έννοια ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Από εκείνη τη στιγμή και εντεύθεν, οι ελληνικές αρχές αναγκάστηκαν να αποσυμφορήσουν συγκεκριμένες νησιωτικές περιοχές μετακινώντας μετανάστες και πρόσφυγες σε άλλα μέρη της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα στον κοινωνικό ιστό της χώρας.

Η πρώτη φορά που η Ευρωπαΐκή Ένωση συνειδητοποίησε την άκρως επικίνδυνη εξέλιξη του μεταναστευτικού ζητήματος, ήταν η χρονική στιγμή που ενέσκηψε η πανδημία και αποφάσισε να αποστείλει ευρωπαϊκές δυνάμεις να συνδράμουν τις ελληνικές δυνάμεις στα χερσαία σύνορα της χώρας με την Τουρκία. Ωστόσο, παρά τη σπουδαία συμβολική σημασία της αποστολής ευρωπαϊκών δυνάμεων στον Έβρο, το πρόβλημα του μεταναστευτικού είχε ήδη βαθιά ριζωθεί στον ελληνικό χώρο και οι συνέπειες της πανδημίας, αργά ή γρήγορα, θα επιδείνωναν την κατάσταση και στις δομές διαμονής των μεταναστών και προσφύγων.

Η Ελλάδα, λοιπόν, βρίσκεται και πάλι μόνη της να αντιμετωπίσει μία εντελώς διαφορετική και ακόμη περισσότερο επικίνδυνη πτυχή του μεταναστευτικού ζητήματος, μετά τα χθεσινά έκτροπα στη Μόρια. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση έρχεται και πάλι να συνδράμει μία μικρή ευρωπαϊκή χώρα με οικονομικής φύσεως τεχνάσματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε απολύτως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από την εμφάνιση του μεταναστευτικού ζητήματος στις αρχές της δεκαετίας μέχρι και σήμερα.

Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη του μεταναστευτικού ζητήματος όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα έχει καταστεί εξαιρετικά δύσκολη από πλευράς διαχείρισης για μία μικρή ευρωπαϊκή χώρα όπως είναι η Ελλάδα, δεδομένης και της συνεχούς υπονόμευσης από τον εξ ανατολών γείτονα. Έτσι, προβάλλει πλέον επιτακτική η ανάγκη για την Ελλάδα να αναπτύξει πρωτοβουλίες μέσα από συμμαχίες με χώρες του ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες έχουν και αυτές πληγεί από το μεταναστευτικό ζήτημα, όπως η Ιταλία, η Μάλτα και η Ισπανία.

Και τούτο διότι αν μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργούνται συμμαχίες χωρών τύπου Βίζεγκραντ, οι οποίες αντιτίθεται σε μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος, μπορούν κάλλιστα να δημιουργηθούν και συμμαχίες που θα διαμορφώσουν μία δική τους ενιαία πολιτική διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος και θα επιδιώξουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση την υποστήριξη της κυρίως από οικονομικής πλευράς, ώστε μακροπρόθεσμα να επιτευχθεί ένας αποτελεσματικός και ταυτόχρονα αποτρεπτικός έλεγχος του μεταναστευτικού ζητήματος. Για την Ελλάδα, μία τέτοια συμμαχία θα έχει διττή σημασία, τόσο από πλευράς διαχείρισης του οξυμένου μεταναστευτικού ζητήματος όσο και από πλευράς διαπραγμάτευσης με την Τουρκία ως προς τον ρόλο της στην προώθηση παρανόμων μεταναστών προς τον Ευρωπαϊκό χώρο. 

Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε αποικιοκρατική χώρα, ούτε χώρα που προκάλεσε πολεμικές συρράξεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και τις αθρόες μετακινήσεις μεταναστών και προσφύγων. Και τούτο αποτελεί έναν επιπρόσθετο λόγο που επιτείνει την αδικία που υφίσταται η Ελλάδα να επωμίζεται επί σειρά ετών τις επώδυνες συνέπειες του μεταναστευτικού και προσφυγικού, που αποτελεί ένα αμιγώς ευρωπαϊκό πρόβλημα εν απουσία όμως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.-

 

*Ο κύριος Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε επί σειρά ετών στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Γραφείων Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ερευνητής του Ελληνικού Ινστιτούτου για τα Ηνωμένα Έθνη.