Εκείνοι σκάκι, εμείς, τάβλι;

Η αναδιάταξη των διεθνών συσχετισμών και ελληνικό έλλειμμα στρατηγικού βάθους
Open Image Modal
Christos Karypiadis / EyeEm via Getty Images

Πολύ συχνά, κατηγορούμε το ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι υποβιβάζει τα εθνικά ζητήματα της χώρας στο επίπεδο της μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Δυστυχώς, η τάση αυτή αναπαράγεται και ευρύτερα στην κοινωνία, αν κρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο συζητήσαμε τις πυκνές διπλωματικές εξελίξεις των δυο τριών εβδομάδων που μας πέρασαν. Πάνω από το 90% της αρθρογραφίας και της συζήτησης που προκάλεσε η επίσκεψη Πομπέο, η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής, η ανάφλεξη στον Καύκασο, δεν είχαν να κάνουν με μια στρατηγική αποτίμηση των διεθνών συσχετισμών που διαμορφώνονται γύρω από τον νεο-οθωμανισμό και την επιθετικότητά του. Είχαν να κάνουν με την... ελληνική κυβέρνηση, την αντιπολίτευση και την συμπολίτευση.  

Με τέτοιο βαθμό ομφαλοσκόπησης, ωστόσο, ας μην περιμένουμε ποτέ να διαμορφώσουμε σοβαρή και συστηματική πολιτική αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Αυτή απαιτεί μια πολιτική μακρών οριζόντων την στιγμή που η εγχώρια πολιτική σκηνή έχει συνηθίσει στις χαμηλές πτήσεις. Οφείλουμε, λοιπόν, να εστιάσουμε στην μεγάλη εικόνα και από αυτή τη βάση να κρίνουμε την πολιτική της κυβέρνησης επί των ελληνοτουρκικών. 

Τρεις στρατηγικές για την Ανατολική Μεσόγειο

Σήμερα, στη σκακιέρα της ανατολικής μεσογείου ξεδιπλώνονται τρεις κύριες στρατηγικές: Η Ευρασιατική, η Ευρωατλαντική και η Ευρωμεσογειακή.

Ευρασιατική Στρατηγική

Η Ευρασιατική αφορά στον σινορωσικό άξονα, στον οποίο έρχεται να προστεθεί και η Τουρκία. Στο εσωτερικό του ευρασιατικού άξονα, δεν υπάρχει ενιαία στρατηγική, κι αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν δευτερεύουσες αλλά σημαντικές γεωπολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των βασικών παικτών.

Ο Πούτιν βιάζεται να προσδώσει αντιδυτικό πρόσημο στην ευρασιατική συσπείρωση. Εδώ και καιρό, μετά την Ουκρανία για την ακρίβεια, η ρωσική πολιτική κρίνει ότι ο ανταγωνισμός με τη Δύση εν γένει λειτουργεί θεραπευτικά ως προς τις εσωτερικές αδυναμίες του καθεστώτος του. Καλύπτει τις δομικές της αδυναμίες (διαφθορά, ισχνή παραγωγική βάση, κρατικός γιγαντισμός, ιδεολογική μονολιθικότητα) και δημιουργεί μια συνθήκη επίτασης της στρατιωτικής δραστηριότητας που ενισχύει την εγχώρια πολεμική βιομηχανία, που είναι ένα από τα οικονομικά ερείσματα του ‘ρωσικού μοντέλου’. 

Οι Ρώσοι, επομένως, έχουν δώσει προς το παρόν απόλυτη προτεραιότητα στον αντιδυτικισμό, σε σημείο που αφήνουν υποσκελίζουν τις υπόλοιπες αντιθέσεις συμφερόντων που υπάρχουν σε άλλα μέτωπα. Παράδειγμα, ο πόλεμος που ξεκίνησε το νεο-οθωμανικό τόξο διά μέσω του Αζερμπαϊτζάν στον Καύκασο, εναντίον των Αρμενίων, που είναι ιστορικοί σύμμαχοι των Ρώσων. 

Οι Κινέζοι, από την άλλη, δεν βιάζονται καθόλου. Η αυτοκρατορική τους πολιτική παράδοση, τους προσανατολίζει στο να κοιτούν την ‘μεγάλη διάρκεια’· τα πλεονεκτήματα της Κίνας, η δημογραφία, η κρατική της οργάνωση, ο μεγάλος της πολιτισμός, είναι στρατηγικά και θα λειτουργήσουν μεσομακροπρόθεσμα. Άρα δεν υπάρχει λόγος βιαστικών κινήσεων, στις οποίες ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγήσει στην αντισυσπείρωση των αντιπάλων της. Η Κίνα υιοθετεί μια πολιτική κατευνασμού ιδίως προς την Δύση, επειδή ξέρει ότι στους μεταξύ τους συσχετισμούς ο χρόνος κυλάει με το μέρος της. Ακολουθώντας, λοιπόν, τον πρόεδρο Μάο «αφήνει τις αντιθέσεις να ωριμάσουν»

Για την Τουρκία του Ερντογάν το παιχνίδι είναι ‘όλα ή τίποτα’ Εφόσον το ευρασιατικό όχημα διευκολύνει τον τουρκικό επεκτατισμό προς την Κεντρική Ασία, και συν τοις άλλοις, αποτελεί και διαπραγματευτικό χαρτί της χώρας έναντι των Ευρωπαίων και των Αμερικάνων, τότε ‘ζήτω ο ευρασιανισμός’. Στην πραγματικότητα, όμως, η νεο-οθωμανική Τουρκία ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την δική της ανάδειξη, ως ανεξάρτητο πόλο του παγκόσμιου συστήματος. Η ευρύτερες συσπειρώσεις είναι γι’ αυτήν, κατά την χαρακτηριστική ρήση του Ερντογάν για την δημοκρατία στο εσωτερικό της χώρας του, ‘ένα λεωφορείο που απλώς σε κατεβάζει στην στάση που επιθυμείς’. Κάτι, που ήδη τείνει να το διαπιστώσει η Ρωσία στην Συρία, αλλά κυρίως στην περίπτωση της σύγκρουσης του Καυκάσου.  

Ευρωατλαντική Στρατηγική   

Στην Ευρωατλαντική εντάσσονται δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ισπανία, κινητοποιούνται τόσο για την αποτροπή της ευρασιατικής συγκρότησης και κυριαρχίας όσο και για την διατήρηση της ηγεμονίας του ίδιου του ευρωατλαντισμού μέσα στη Δύση. Ο ευρωατλαντικός πόλος μετεωρίζεται απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν. 

Η Γερμανία το κάνει καθώς η Τουρκία είναι διαχρονική, στρατηγική της σύμμαχος, μέσω της οποίας η αποκτούσε ευρύτερο γεωπολιτικό έρεισμα. Έχοντας συγκροτηθεί τελευταία από τις μεγάλες αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης, η Γερμανία ως κράτος θα προστρέξει στην οθωμανική αυτοκρατορία για να πετύχει αυτό που η Γαλλία και η Αγγλία νωρίτερα κατάφεραν με την αποικιοκρατία, την εξάπλωση της επιρροής της προς τον Νότο και την Ανατολή, την εύρεση εξωτερικών αγορών. Αυτά ακριβώς εξασφαλίζει και σήμερα από την Τουρκία η Μέρκελ: Εισάγει εργατικό δυναμικό, εξάγει προηγμένα προϊόντα, έχει αναπτύξει συνεργασίες γερμανοτουρκικής συνδιαχείρσης των Βαλκανίων, διατηρεί μέσω αυτής έμμεση πρόσβαση στην Μέση Ανατολή. 

Αν τις δεκαετίες 1900-1910, ωστόσο, ο Κάιζερ σχεδίαζε τον γερμανικό εποικισμό της Μικράς Ασίας, σήμερα συμβαίνει το ανάποδο. Οι Τουρκικοί πληθυσμοί συμβάλλουν καθοριστικά στην πολυπολιτισμική μετάλλαξη της Γερμανίας. Το κόστος του γερμανο-τουρκικού άξονα το καταβάλει η ίδια η κοινωνία της Γερμανίας, πληρώνοντάς το μάλιστα στο ‘σκληρό νόμισμα’ του ελλείμματος κοινωνικής και πολιτιστικής συνοχής. Η επαμφοτερίζουσα στάση της Γερμανίας έναντι της Τουρκίας, επομένως, είναι δείγμα εξάντλησης του νεοφιλελεύθερου μερκελισμού, και της έμφασης που δίνει στην στενόμυαλη αντίληψη του βραχυπρόθεσμου οικονομικού συμφέροντος. Την οποία εξ άλλου δοκιμάζει να επιβάλει σε όλη την Ε.Ε., προωθώντας γι’ αυτήν ένα μοντέλο ομοσπονδιακό και βερολινοκεντρικό, που θα λειτουργεί μόνον ως ‘κοινή αγορά’, δίχως ενιαία πολιτική άμυνας και ασφάλειας.

Και οι ΗΠΑ, όμως, δεν εμφανίζονται λιγότερο μπερδεμένες: Γι’ αυτούς η μεγάλη εικόνα αφορά στην ανάδυση της Κίνας, ένας κίνδυνος την σημαντικότητα του οποίου επισημάνουν από κοινού ο Τραμπ και ο Σόρος. Το κρίσιμο, επομένως, για τις ΗΠΑ είναι να αποτρέψουν την ριζική μεταστροφή της Τουρκία προς τον Ευρασιατισμό, και αυτό το επιχειρούν με μια πολιτική μαστιγίου-καρότου: «Ενεργοποιείτε τους S-400 παρά τις περί του αντιθέτου προειδοποιήσεις μας; Επισκεπτόμαστε μονομερώς Κύπρο και Ελλάδα με τρόπο που σας δείχνουμε ότι εφόσον επιλέξετε αμετάκλητα τον ευρασιατισμό, μπορούμε να στηρίξουμε τον ελληνισμό επιλέγοντας να θέσουμε στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο την διαχωριστική γραμμή. Αν, από την άλλη το ξανασκεφτείτε, εδώ είμαστε».

Ευρωμεσογειακή

Από την άλλη βέβαια, το ταξίδι του Πομπέο στην Ελλάδα και την Κύπρο συνιστούσε και μια ενδοευρωπαϊκή παρέμβαση: Οι Αμερικάνοι θεωρούν πως η ελλαδική και η κυπριακή ηγεσία το παρατράβηξε με την ειδική σχέση που επιδιώκει με τον Εμμανουέλ Μακρόν και την Γαλλία. Μέσω αυτής, υπάρχει όντως προοπτική για την οργάνωση ενός δυτικού υποσυστήματος ασφαλείας το οποίο θα παρακάμπτει το ΝΑΤΟ, και άρα το γενικό πρόσταγμα του ευρωατλαντισμού. Επομένως, οι ΗΠΑ κάνουν ρελάνς με την Ελλάδα, ισχυροποιούν τη βάση της Σούδας, φέρνουν επενδύσεις και πιέζουν να πάρουν εκείνοι τους διαγωνισμούς για τον εξοπλισμό του πολεμικού ναυτικού, ώστε να μην δοθεί συνέχεια στο κακό γι’ αυτούς προηγούμενο με την παραγγελία των Ραφάλ.

Έτσι, μεταξύ όλων των άλλων, η επίσκεψη Πομπέο στην Κύπρο, αλλά ιδιαίτερα στην Ελλάδα είχε ως σκοπό να επανενεργοποιήσει τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της ‘προστασίας’ και να εξασφαλίσει την ‘κανονικότητα’ ως προς το ποια χώρα έχει τον τελευταίο λόγο για τον γεωπολιτικό προσανατολισμό και τις επιλογές της Ελλάδας. Ωστόσο, η χώρα μας πρέπει να έχει συνείδηση το εξής: Η αμερικάνικη πρωτοκαθεδρία βρίσκεται σε φάση υποχώρησης και παίζει ’γεωπολιτικό κατενάτσιο’. Η λογική της είναι να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της, ωστόσο, στρατηγική άποψη για την αναδιοργάνωση των συσχετισμών δεν έχει. Η πολιτική της είναι μάλλον συντηρητική, αναφέρεται δηλαδή σε παλαιότερες ισορροπίες, ωστόσο πλέον ζούμε σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα.  

Οι Αμερικάνοι θέλουν να προλάβουν την ολοκλήρωση μιας ευρωμεσογειακής συμμαχίας των δυο ελληνικών κρατών, με την Γαλλία, την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Η εν λόγω στρατηγική αντιλαμβάνεται ότι στη σημερινή συγκυρία αποτελεί μια εποχή μετάβασης του παγκόσμιου συστήματος από την δυτική μονοπολικότητα στον πολυπολισμό, εξέλιξη που εκ των πραγμάτων οδηγεί και στην σχετική γεωπολιτική αποδυνάμωση του ευρωατλαντικού άξονα. 

Σπεύδει, επομένως, να θέσει υποψηφιότητα για την ανάδυση ενός περιφερειακού υποσυστήματος όπου μεγαλομεσαίες και μικρότερες δυνάμεις της περιοχής συμπράττουν για να ανακτήσουν την πρωτοβουλία εντός της. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, δημιουργεί ‘γεωπολιτικό κεφάλαιο’ για όλες τις επιμέρους χώρες. Δια της σύμπραξής τους εξασφαλίζεται η δυνατότητα αυτενέργειας, και άρα αυτοδυναμίας έναντι των παλαιών γεωπολιτικών πόλων του πολυπολικού πλέον κόσμου.

Για την Ελλάδα η δημιουργία αυτού του ευρωμεσογειακού υποσυστήματος θα σήμανε μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων απέναντι στην γερμανική και την αμερικανική πολιτική, η επιρροή των οποίων ενισχύθηκε μέσα στα χρόνια του μνημονίου. Το να αποκτήσει η Ε.Ε., βέβαια, μηχανισμούς γεωπολιτικής διευθέτησης περιοχών κρίσιμων για την ακεραιότητα και τη συνοχή της, όπως κατ′ εξοχήν είναι η Μεσόγειος, το θαλάσσιο μαλακό υπογάστριό της Ευρώπης όπου μεταξύ όλων των άλλων καθορίζεται η έκταση και η ένταση της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης προς αυτήν, συμβάλλει και στην αυτοδύναμη ολοκλήρωσή της. 

Η πολιτική της Ελλάδας

Από τα συμφραζόμενα της γεωπολιτικής συγκυρίας, συνάγεται και το προς τα που θα πρέπει να κατευθυνθεί η ελληνική πολιτική. 

Πρώτον, θα πρέπει να αναποδογυρίσει τις προτεραιότητές της σε σχέση με τις συμμαχίες που συνάπτει εντός της Δύσεως. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, προτεραιότητα έχει σήμερα η ευρωμεσογειακή στρατηγική, και η ειδική σχέση με την Γαλλία, και όχι ο ευρωατλαντισμός και η σχέση με τις ΗΠΑ. Είναι και προς το συμφέρον της Ελλάδας, να πείσει τους Αμερικάνους ότι εφόσον επιθυμούν να ελέγξουν την δική της υπερεπέκταση θα πρέπει να εκχωρήσει δικαιοδοσίες σε τέτοιου τύπου περιφερειακά υποσυστήματα, συσπειρώσεις κρατών που κυμαίνονται σ’ ένα συγκεκριμένο φάσμα ισχύος. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, τα παραδοσιακά δεσμά της ξένης προστασίας στην Ελλάδα, συνεχίζουν να παίζουν ανασταλτικό ως προς την στρατηγική της παράγοντα, και να την εγκλωβίζουν σε λογικές ‘αποκλειστικών σχέσεων’ που στην εποχή της πολυπολικότητας είναι εντελώς παρωχημένες.

Δεύτερον, η ελληνική εξωτερική πολιτική πάσχει από ουσιαστικά κενά τα οποία θα πρέπει να καλύψει γρήγορα: Ελληνική soft power δεν υπάρχει και αυτό συνιστά σκάνδαλο αν φανταστεί κανείς το μεγάλο πολιτιστικό κεφάλαιο που διαθέτει ο ελληνισμός και δεν το αξιοποιεί. Που είναι λοιπόν το ελληνικό αντίστοιχο του Ιδρύματος Γκαίτε, ή του Γαλλικού Ινστιτούτου για την Ελλάδα; Γιατί η ελληνική διασπορά δεν λειτουργεί στην λογική της αντίστοιχης των Αρμενίων ή των Εβραίων, να είναι δηλαδή πρέσβειρα των συμφερόντων του ελληνισμού εκτός, και αντίθετα την θεωρούμε απλά ως ρεζέρβα ψηφοθηρίας εξωτερικού; Επίσης η μνημονιακή μέγγενη, έχει συρρικνώσει το διπλωματικό δίκτυο και τους λοιπούς μηχανισμούς εκπροσώπησης της Ελλάδας στο εξωτερικό. Όλα αυτά αποτελούν κενά της εξωτερικής μας πολιτικής, και είναι σύμφυτα με τον εθνομηδενισμό των ελληνικών ελίτ που τις τελευταίες δεκαετίες προκάλεσε μια δραστική υποτίμηση της ελληνικής επιρροής στο εξωτερικό. 

Τρίτον και τελευταίο, εξίσου σύμφυτο με τον εθνομηδενιστικό επαρχιωτισμό που κυριάρχησε στην χώρα: Η Ελλάδα αποφεύγει να διατυπώνει προς τα έξω στρατηγικό Λόγο. Αρνείται να προσδώσει στην τουρκική επιθετικότητα το ιστορικό βάθος που απαιτείται, να την συνδέσει με την εισβολή στην Κύπρο, ή με τις γενοκτονίες που το κεμαλικό καθεστώς διέπραξε στην δεκαετία του 1910. Ενώ βάλλεται πρώτη από την εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών, δεν επιθυμεί να αξιοποιήσει μέσα στην Ε.Ε. τον ρόλο της, που αυτή τη στιγμή προστατεύει την ευρωπαϊκή επικράτεια, απαντώντας σε μια ύψιστη δημογραφική και πολιτιστική πρόκληση που αντιμετωπίζει όχι μόνο ο ελληνισμός, αλλά ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Είναι η Χριστιανική χώρα που ιστορικά βρίσκεται εγγύτερα στις υπό γενοκτονία χριστιανικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής και του Λεβάντε, ωστόσο δεν τις υπερασπίζεται και σιωπά. Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν διαθέτει ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα· φαίνεται επίσης, ότι δεν θέλει να προβάλει και το δικό της όραμα για την Ευρώπη, την Μεσόγειο, τα Βαλκάνια του μέλλοντος. Έτσι αφήνει σε όλα αυτά τα πεδία, να μένει αναπάντητο το διάβημα του νεο-οθωμανισμού, κάτι που έχει αρνητικές συνέπειες στο γενικό προφίλ της χώρας στο εξωτερικό. 

Αν και έχει αναβαθμίσει την διπλωματική της κινητικότητα, η Ελλάδα επιμένει να δίνει εντύπωση ‘γεωπολιτικής ουράς’ άλλων δυνάμεων, και παθητικής στάσης στην αναδιαμόρφωση του κόσμου. Σαν τον τερματοφύλακα που απλώς περιμένει να προφυλάξει τις εστίες του από ενδεχόμενη επίθεση. Εστιάζει στην φάση, και όχι στο παιχνίδι. Με λίγα λόγια, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν διεκδικεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, και ως εκ τούτου παραμένει παθητική. Οι ευθύνες των κυβερνώντων και των ελίτ είναι προφανείς. Συμπληρώνονται ωστόσο, από μια αντιπολίτευση που επιμένει στην κριτική εντυπώσεων, και εθίζει το κοινό της στην ρητορική των πυροτεχνημάτων. Κι αυτή επί της ουσίας είναι σχεδιαμένη για την εσωτερική κατανάλωση και όχι για να αλλάξει κάτι επί της ουσίας. Με αυτόν τον τρόπο όμως καταλήγει να επιβεβαιώνεται κατ’ αντιδιαστολή ο κατευνασμός…