Οι εκλογές, οι Ευρωεκλογές και η σημασία του χρόνου διεξαγωγής τους

Οι εκλογές, οι Ευρωεκλογές και η σημασία του χρόνου διεξαγωγής τους
Open Image Modal
FREDERICK FLORIN via Getty Images

Όπως είναι γνωστό, στη χώρα μας, οι εθνικές εκλογές σχεδόν ποτέ δεν πραγματοποιούνται στο τέλος της τετραετίας. Αν και ο Α. Τσίπρας διαβεβαίωνε μέχρι την περασμένη Κυριακή ότι οι εκλογές θα λάβουν χώρα το φθινόπωρο του 2019 εν τούτοις, στη ΔΕΘ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να διεξαχθούν νωρίτερα. 

Σκοπός του άρθρου μας, βέβαια, δεν είναι να μαντέψει το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών ο οποίος θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες αλλά να δείξει πώς μπορεί η επιλογή της χρονικής στιγμής, σε συνδυασμό με τις Ευρωεκλογές, να έχει επίδραση στα ίδια τα εκλογικά αποτελέσματα. Θα λάβουμε υπόψη μας τις δύο πιο πιθανές ημερομηνίες (26 Μαΐου μαζί με τις Ευρωεκλογές ή στο τέλος της θητείας) και θα τις συζητήσουμε με βάση το μοντέλο των «εκλογών δεύτερης τάξης». 

Εισηγητές του μοντέλου των «εκλογών δεύτερης τάξης» είναι οι γερμανοί πολιτικοί επιστήμονες K. Reif και Η. Schmitt, οι οποίοι στη μελέτη τους Nine Second-Order National Elections : A conceptual Framework For The Analysis Of The European Election Results (1980) σκιαγραφούν τους βασικούς του άξονες. Σύμφωνα με τους Reif & Schmitt, οι εκλογές χωρίζονται σε εκλογές πρώτης τάξης (εθνικές εκλογές που αναδεικνύουν κυβέρνηση) και σε εκλογές δεύτερης τάξης όπου τα διακυβεύματα είναι μικρότερης σημασίας (Ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές εκλογές κλπ). 

Οι δύο ερευνητές, μελετώντας τα αποτελέσματα των πρώτων Ευρωεκλογών του 1979 θα καταλήξουν στα ακόλουθα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Στις εκλογές δεύτερης τάξης, όπως είναι οι Ευρωεκλογές, τα κυβερνητικά (και γενικότερα τα μεγάλα κόμματα) έχουν απώλειες στα εκλογικά τους ποσοστά σε σχέση με τις εκλογές πρώτης τάξης, η αποχή, τα άκυρα και λευκά ψηφοδέλτια αυξάνονται και τα μικρότερα ριζοσπαστικά κόμματα διευρύνουν την εκλογική τους δύναμη. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί μερίδα του εκλογικού σώματος ψηφίζει πιο ελεύθερα, χωρίς την πίεση της εκλογής κυβέρνησης, είτε γιατί οι ψηφοφόροι επιθυμούν να στείλουν μήνυμα δυσαρέσκειας στις κυβερνήσεις. 

Σε μεταγενέστερες μελέτες τους διαπιστώνουν ότι τα αποτελέσματα των εκλογών δεύτερης τάξης επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό και από τη χρονική στιγμή που διεξάγονται σε σχέση με τον εκλογικό κύκλο των εθνικών εκλογών. Έτσι, αν έχουμε έναν τετραετή εκλογικό κύκλο π.χ στην Ελλάδα 2015-2019 των εκλογών πρώτης τάξης το πότε θα διεξαχθούν οι Ευρωεκλογές μέσα σ΄αυτή την τετραετία θα έχει επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια αν οι Ευρωεκλογές πραγματοποιούνται αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές τότε οι απώλειες για τα κυβερνητικά κόμματα, που μόλις έχουν πάρει τη λαϊκή εντολή, είναι ελάχιστες καθώς βρίσκονται στην «περίοδο χάριτος». Αν πραγματοποιούνται στη μέση του εκλογικού κύκλου των εθνικών εκλογών οι απώλειες των κυβερνητικών κομμάτων είναι οι μεγαλύτερες δυνατές. Τέλος, αν οι Ευρωεκλογές διεξάγονται λίγο πριν τις εθνικές εκλογές, τότε οι απώλειες είναι αρκετά μικρότερες καθώς τα κυβερνητικά κόμματα ανακάμπτουν μιας και οι ψηφοφόροι επανασυσπειρώνονται ενόψει των εθνικών αναμετρήσεων. 

Το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης επαληθεύεται πολύ συχνά στις ελληνικές Ευρωεκλογές, ακόμη και στις τελευταίες του 2014, που έλαβαν χώρα σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων στο κομματικό σύστημα ,μεταξύ 2012-2015. 

Το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης στην Ελλάδα του 2019 

Πώς όμως μπορεί να συνδεθεί το μοντέλο που περιγράψαμε συνοπτικά με τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις; 

Αν ο πρωθυπουργός καταφύγει στο επικρατέστερο, μέχρι τώρα,σενάριο και προκηρύξει τριπλές εκλογές στις 26 Μαΐου τότε τόσο οι αυτοδιοικητικές όσο και οι Ευρωεκλογές θα επισκιαστούν από την ατζέντα των εθνικών εκλογών. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών θα περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς το άμεσο πολιτικό μήνυμα θα εκφραστεί από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών. Ενδεχομένως λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση να προκύψει σημαντική απόκλιση στα ποσοστά των κομμάτων μεταξύ των δύο αναμετρήσεων. Είναι πιθανό δηλαδή ένα τμήμα του αριστερόστροφου ή προοδευτικού εκλογικού σώματος να επιλέξει να εκφράσει τη διαμαρτυρία του απέναντι στη συστημική - μνημονιακή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη των Ευρωεκλογών, πριμοδοτώντας κόμματα όπως η Λαϊκή Ενότητα, το ΚΚΕ, ή η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥΑ. Το ίδιο όμως κομμάτι του εκλογικού σώματος μπορεί να επιλέξει να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη των εθνικών εκλογών υποκύπτοντας σε μία τεχνητή πόλωση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ - Νέας Δημοκρατίας. Ο εκβιασμός του Α. Τσίπρα προς τους αριστερούς-προοδευτικούς ψηφοφόρους «εγώ ή ο Μητσοτάκης» θα είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. 

Αν, από την άλλη, ο Πρωθυπουργός επιλέξει να εξαντλήσει την τετραετία και προκηρύξει τις εθνικές εκλογές το φθινόπωρο του 2019 τότε οι Ευρωεκλογές του Μαΐου αποκτούν τελείως διαφορετική σημασία. Όπως μας δείχνει το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης οι Ευρωεκλογές θα διεξαχθούν λίγους μήνες πριν τις εκλογές πρώτης τάξης, δηλαδή στην ύστερη περίοδο του εκλογικού κύκλου. 

Στην περίπτωση αυτή, και με δεδομένη την πόλωση, οι Ευρωεκλογές θα λάβουν χαρακτήρα γενικής πρόβας ενόψει των βουλευτικών που θα ακολουθούν. Αυτό σημαίνει λογικά ότι θα αυξηθεί η συσπείρωση των μεγάλων κομμάτων καθώς οι εκλογές θα καθοριστούν από την εσωτερική πολιτική ατζέντα. Η ψήφος διαμαρτυρίας προς το ΣΥΡΙΖΑ και «συμπάθειας» προς μικρότερα αριστερά κόμματα από τους πιο προοδευτικούς ψηφοφόρους ενδέχεται να περιοριστεί μπροστά στο φόβο της νίκης της Νέας Δημοκρατίας και άρα της δημιουργίας νικηφόρου κλίματος υπέρ της ενόψει των επερχόμενων εθνικών εκλογών. Με άλλα λόγια, στο ενδεχόμενο αυτό, οι Ευρωεκλογές θα λειτουργήσουν ως «πρώτος γύρος» των εθνικών εκλογών περιορίζοντας, πιθανώς, τις εκλογικές απώλειες των μεγάλων κομμάτων και τα εκλογικά οφέλη των μικρότερων. 

Με βάση τα παραπάνω αν ο Α. Τσίπρας εκτιμήσει, κοιτώντας και τις δημοσκοπήσεις, ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει συνεχή αυξητική τάση και η διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία στις Ευρωεκλογές δεν θα είναι τέτοια που να ανακόψει τη δυναμική του κυβερνώντος κόμματος μπορεί να επιλέξει τις εθνικές εκλογές στο τέλος της θητείας. Αν από την άλλη έχει καταφέρει να πλησιάσει τη Νέα Δημοκρατία την άνοιξη σε απόσταση αναπνοής θα επιλέξει τριπλές εκλογές. Αν τέλος η διαφορά του με την αξιωματική αντιπολίτευση είναι μη αναστρέψιμη τότε η χρονική στιγμή των εκλογών θα παίξει ρόλο μόνο ως προς το ποσοστό των κομμάτων. 

Η επιβεβαίωση του μοντέλου των «εκλογών» δεύτερης τάξης μένει να αποδειχθεί στις επερχόμενες Ευρωεκλογές και βουλευτικές εκλογές. Δεν θα είναι, ωστόσο, αυτό που θα καθορίσει την έκβαση της πολιτικής πάλης. Αυτή, θα κριθεί και από την ικανότητα της δικής μας Αριστεράς, της αξιοπιστίας και της συνέπειας, να πείσει τις υποτελείς τάξεις και τους νέους ανθρώπους ότι το πραγματικό δίλημμα των εκλογών δεν είναι «Τσίπρας vs Μητσοτάκης», οι δύο όψεις δηλαδή της συστημικής διαχείρισης και της λιτότητας. Το πραγματικό δίλημμα είναι από τη μία μεριά η παγίωση της φτώχειας για τους πολλούς και από την άλλη οι συλλογικοί αγώνες για την κοινωνική ισότητα, την αλληλεγγύη και την ανάκτηση της οικονομικής μας κυριαρχίας.