Το σύνδρομο των Θερμοπυλών και τα ελληνοτουρκικά

Οι νεοέλληνες έφτασαν να μέμφονται τον Ρεχάγκελ, που κατόρθωσε το μέγιστο ποδοσφαιρικό θρίαμβο, επειδή δεν ήταν αρεστός ο αμυντικογενής τρόπος προσέγγισης των αγώνων
|
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου
ARIS MESSINIS via Getty Images

Ο επικείμενος νέος γύρος των διαπραγματεύσεων Ελλάδας – Τουρκίας τέμνει την ελληνική κοινωνία κάθετα και οριζόντια, υπερβαίνοντας παραδοσιακές διαιρέσεις. Από όσα διαφαίνονται –γιατί η διπλωματία ανέκαθεν ασκείται πίσω από κλειστές πόρτες- η κρατούσα και πλειοψηφούσα μερίδα του ελληνικού πολιτικού συστήματος τοποθετείται βασιζόμενη στον πραγματισμό. Δηλαδή, στον υπολογισμό των πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και διπλωματικών δεδομένων, με σκοπό την επίτευξη του μέγιστου δυνατού οφέλους στη δεδομένη συγκυρία. Αυτού του είδους η θεώρηση, πέρα από πραγματιστική, θεωρείται ορθολογική και ωφελιμιστική. Σκοπός της είναι η μεγιστοποίηση του εφικτού οφέλους για το κράτος και τους πολίτες.

Αυτές οι αρχές, σε ένα ρασιοναλιστικό κόσμο, θα ανέμενε κανείς ότι θα γίνονταν πλειοψηφικά αποδεκτές. Μάλιστα, επειδή θεωρείται ότι ο μεσαίος χώρος –πολίτες που κρίνουν με βάση τη λογική και το όφελος, απελευθερωμένοι από ιδεολογικές αγκυλώσεις- ασκεί ηγεμονική επιρροή στην πολιτική πραγματικότητα εσχάτως, η πραγματιστική και ωφελιμιστική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών μοιάζει να συγκεντρώνει πιθανότητες ευρείας στήριξης. Όσοι το υποστηρίζουν αυτό θεωρώ ότι υπερεκτιμούν τη δύναμη της λογικής και ταυτόχρονα υποτιμούν την ισχύ του θυμικού, το οποίο υποστηρίζω ότι παραμένει κυρίαρχο, ατομικά και κοινωνικά, τουλάχιστον στην πατρίδα μας.

Το θυμικό του ελληνικού λαού τελεί υπό την καθοριστική επίδραση της ιστορίας και της λαϊκής κουλτούρας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί επί αιώνες.

Όπως είχα γράψει και παλαιότερα, το «σύνδρομο των Θερμοπυλών» διέπει το λαό μας. Οι Έλληνες δεν είναι επαρκώς εξοικειωμένοι με και δεν αρέσκονται σε ωφελιμιστικούς υπολογισμούς. Δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα το κοινό όφελος, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι μακροπρόθεσμο και υπερβαίνει τα όρια του προσδόκιμου της δικής τους ζωής. Αντίθετα, τους απασχολεί εντόνως ο τρόπος που γίνεται κάτι. Με άλλα λόγια, όχι το τι γίνεται, αλλά το πώς γίνεται.

Στη συλλογική μνήμη η λεβέντικη ήττα στις Θερμοπύλες έχει εγγραφεί ως το σημαντικότερο γεγονός των ελληνοπερσικών πολέμων· όχι η νίκη στο Μαραθώνα ή την Σαλαμίνα. Η πλειοψηφία εμπνέεται από την αυτοθυσία των γυναικών στο Ζάλογγο, την πράξη του μοναχού Σαμουήλ στο Κούγκι και την απεγνωσμένη έξοδο των Μεσολογγιτών· όχι από τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο ή τις διπλωματικές επιτυχίες του Καποδίστρια. Επίσης, δεν εκτιμήθηκε επαρκώς η τεράστια επιτυχία της Συνθήκης των Σεβρών και τιμωρήθηκε εκλογικά ο Ελ. Βενιζέλος. Οι νεοέλληνες έφτασαν να μέμφονται τον Ρεχάγκελ, που κατόρθωσε το μέγιστο ποδοσφαιρικό θρίαμβο, επειδή δεν ήταν αρεστός ο αμυντικογενής τρόπος προσέγγισης των αγώνων· παραγνώρισαν την αποτελεσματικότητά του, προτάσσοντας τον τρόπο επίτευξής της.

Επίσης, στην ελληνική πραγματικότητα έχει επικρατήσει μια εννοιολογική διάκριση μεταξύ δικαίου και «δίκιου». Δίκαιο είναι το σύμφωνο με τους νόμους που θέσπισαν οι άνθρωποι, με το θετικό δίκαιο. «Δίκιο» είναι το σύμφωνο με άγραφες αρχές της ηθικής και του φυσικού δικαίου που διέπουν τον κόσμο και την ανθρωπότητα. Στη συνείδηση του Έλληνα έχει καλλιεργηθεί, επί αιώνες, μια κουλτούρα υποτίμησης του δικαίου. Σημασία έχει ποιος έχει «δίκιο», όχι τι ορίζει το δίκαιο, εθνικό ή διεθνές. Οι αιτίες του φαινομένου είναι πρωτίστως ιστορικές και πολιτισμικές. Συνεπώς, το τι θα αποφανθεί ένα διεθνές δικαστήριο, όπως της Χάγης, μικρή σημασία έχει για όσους είναι πεπεισμένοι για το ποιο είναι το «δίκιο» τους.

Η προτεραιότητα στον τρόπο έναντι του αποτελέσματος και η αντίληψη για το «δίκιο» του έθνους, σε συνδυασμό με το ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης έχει πεισθεί πως στη δεδομένη συγκυρία -μετά και το περιστατικό με τη φρεγάτα «Λήμνος»- είναι εφικτή μια νίκη στο πεδίο της μάχης, διαμορφώνουν μια πολυσύνθετη πραγματικότητα, πολύ πλουσιότερη της αφελούς ανάγνωσης της πραγματικότητας που επιχειρούν αρκετοί πολιτικοί.