Με αφορμή τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις εν μέσω πανδημίας
|
Open Image Modal
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

Η σχέση αλληλεπίδρασης αστυνομίας και πολιτικής ξεκινά από την περίοδο του Διαφωτισμού, όταν οι κοινωνίες εκείνης της περιόδου, ευρισκόμενες συνεχώς σε ένα συγκρουσιακό πλαίσιο με απολυταρχικές δομές εξουσίας, αναζητούσαν τη συλλογική διασφάλιση και προστασία των δικαιωμάτων τους.

Ο Hobbes στο έργο του «Λεβιάθαν» (1651) υποστήριξε την ιδέα μιας ισχυρής και απόλυτης κρατικής δομής η οποία με στρατιωτικούς και αστυνομικούς μηχανισμούς θα διασφάλιζε την προστασία όλων των υπηκόων, αξιώνοντας παράλληλα την απόλυτη υπακοή τους προς χάριν της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης.

Στον αντίποδα του Λεβιάθαν, ο Locke ανέπτυξε τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου (Two Treatises of Government, 1690) στην οποία υποστήριξε την αναγκαιότητα μιας οργανωμένης κρατικής δομής τα εκτελεστικά όργανα της οποίας έπρεπε να αποκτούν θεσμική νομιμοποίηση μέσα από ένα πλαίσιο κανόνων και αρχών, προϊδεάζοντας έτσι για τα σημερινά σύγχρονα συντάγματα του δυτικού κόσμου. 

Αυτό το συγκρουσιακό πλαίσιο αστυνομίας-κοινωνίας εξακολουθεί να υφίσταται και στις μέρες μας, καθόσον η Αστυνομία, πέραν του κοινωνικού έργου που επιτελεί, δεν παύει να θεωρείται και ως κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός που ενεργοποιείται ανά πάσα στιγμή για την εφαρμογή πολιτικών αποφάσεων που επιβάλουν περιορισμούς και απαγορεύσεις. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι συγκρούσεις αναδεικνύουν την αλληλεπίδραση μεταξύ αστυνομίας και πολιτικής και συγχρόνως θέτουν κρίσιμα ερωτήματα διαφάνειας της λειτουργίας και λογοδοσίας των Αστυνομικών Αρχών. Πρόκειται για τη σημαντικότερη διάσταση της λειτουργίας του αστυνομικού θεσμού στη δημοκρατία, που απασχολεί και σήμερα τη διεθνή επιστημονική κοινότητα (Greene, J. (2020) “The Politics of the Police”, Policing and Society, 30:3, 355-360) και αφορά όλες τις αστυνομίες του δυτικού κόσμου, πολύ δε περισσότερο την Ελληνική Αστυνομία, η λειτουργία της οποίας διέπεται από βαθιές κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές καταβολές από συστάσεως της. 

Ειδικότερα, η Ελληνική Αστυνομία ιδρύθηκε το 1984 με την ενοποίηση της Ελληνικής Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων που λειτουργούσαν στην Ελλάδα από το 1833 και το 1921 αντιστοίχως. Ο κυριότερος λόγος που αποφασίστηκε η κατάργηση των δύο πρώην Αστυνομικών Σωμάτων της χώρας, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ιδρυτικού νόμου της Ελληνικής Αστυνομίας, ήταν ο αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος και η εδραίωση της εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας στο νέο Αστυνομικό Σώμα. Η ίδρυση της Ελληνικής Αστυνομίας, ειρήσθω εν παρόδω, λαμβάνει χώρα σε μία χρονική περίοδο που αποτελεί ορόσημο για τη δημοκρατία στην Ελλάδα μετά μια επταετή δικτατορία, ενώ η αρχή της μεταπολιτευτικής περιόδου στιγματίζεται από εκτεταμένες συγκρούσεις με αστυνομικές δυνάμεις. 

Η Ελληνική Αστυνομία, ως «νέο» Αστυνομικό Σώμα, κληρονόμησε εν πολλοίς τις λειτουργικές δομές των καταργηθέντων Αστυνομικών Σωμάτων και λειτουργεί επί 35 και πλέον χρόνια με το ίδιο σύστημα πολιτικού ελέγχου και λογοδοσίας που ίσχυε για τα δύο καταργηθέντα Αστυνομικά Σώματα.

Συχνά, οι οξυμένες κοινωνικές αντιδράσεις σε κρίσιμες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη απόφαση για την απαγόρευση συναθροίσεων λόγω της πανδημίας, εξακολουθούν να εκδηλώνονται όπως και στην αρχή της μεταπολιτευτικής περιόδου της χώρας και επηρεάζουν καταλυτικά την εικόνα και την κοινωνική αποδοχή του αστυνομικού σώματος. 

Εν κατακλείδι, η Αστυνομία ως θεσμός του δημοκρατικού πολιτεύματος υπόκειται πρωτίστως στον έλεγχο της εκάστοτε εκλεγμένης κυβέρνησης. Ωστόσο, η πλήρης διαφάνεια και ο έλεγχος της συνταγματικής νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων της Αστυνομίας μέσω ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού συστήματος λογοδοσίας με τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση και σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα (United Nations, «Handbook on Police Accountability, Oversight and Integrity», αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα που κατοχυρώνει τόσο τη δημοκρατική λειτουργία της Αστυνομίας όσο και τη λειτουργική της ανεξαρτησία.-

 

Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol στη Χάγη και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Υπηρεσιών Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.