Πώς ο κορονοϊός ευνόησε την ελληνική παραγωγή

Η πτώση των τιμών ενέργειας έσπρωξε λίγο παραπάνω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής.
|
Open Image Modal

Στροφή των Ελλήνων καταναλωτών σε ελληνικά προϊόντα καταγράφηκε το τελευταίο εξάμηνο – με κορύφωση κατά το διάστημα της καραντίνας- σύμφωνα με συγκλίνοντα συμπεράσματα ερευνών και μελετών, γεγονός που αποδίδεται σε αλυσιδωτές αντιδράσεις που επέφερε η πανδημία.

Από τη μια πλευρά το αίσθημα εθνικής στήριξης σε μια εποχή κρίσης αλλά και η αντίληψη πως η ελληνική αλυσίδα παραγωγής δεν κινδύνεψε από επιμόλυνση με τον ιό προέκρινε την αγορά ελληνικών προιόντων, όπως σημειώνει σε πρόσφατη μελέτη της η Grant Thornton. Από την άλλη τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω των πολλαπλών lockdowns ανά την υφήλιο, επηρέασαν όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, με αποτέλεσμα να σημειώσουν ραγδαία πτώση και οι εισαγωγές προιόντων (οι συνολικές εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 9,7% σε τρέχουσες τιμές στο πρώτο τετράμηνο του 2020, ενώ για το Μάιο η πτώση άγγιξε το 39%!).

Κάπως έτσι βρήκαν χώρο στο ράφι της μεγάλης λιανικής και οι μικρότερες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen, όσον αφορά τις προμηθευτικές εταιρίες, οι πρώτοι πέντε βασικοί προμηθευτές αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 24,7%, οι προμηθευτές από τη θέση 6 έως 10 ενίσχυσαν τις πωλήσεις τους κατά 23,3%, ενώ οι μικρότεροι παίκτες (από τη θέση 11 έως 30), παρουσίασαν την καλύτερη επίδοση,  πετυχαίνοντας αύξηση των πωλήσεών τους κατά 34,7% έως το Μάιο του 2020. Την ίδια στιγμή, ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις όπως η Σαράντης ή η Παπουτσάνης είδαν τις πωλήσεις τους να εκτοξεύονται, κερδίζοντας μερίδιο από τις μεγάλες πολυεθνικές. Σ’αυτή την τάση συνέτεινε πως και οι δύο παραπάνω εταιρίες από τον Απρίλιο εισήλθαν στην παραγωγή και αντισηπτικών (πέρα από σαπούνια, είδη οικιακής χρήσης και προσωπικής υγιεινής).

Μια άλλη παράμετρος επιλογής ελληνικών προιόντων, υπήρξε η τιμή. Δεδομένου ότι σειρά χωρών συγκράτησε ποσότητες προιόντων – για να καλύψουν τυχόν δικές τους ανάγκες – οι τιμές εισαγόμενων ειδών (π.χ. ρύζι, αλεύρι αλλά και χοιρινό) τράβηξαν την ανιούσα, οδηγώντας τους Έλληνες (πάντοτε ευαίσθητους στις τιμές) σε άλλες επιλογές.

Το γεγονός πάντως πως τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά αποτέλεσαν το πλέον εξαγώγιμο ελληνικό προιόν στο πρώτο εξάμηνο της χρονιάς (όταν όλα τα άλλα υποχωρούσαν σημαντικά), αύξησε τις τιμές τους στην Ελλάδα (+26,5% τον Απρίλιο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ), λόγω της μεγάλης ζήτησης.

Μια ακόμη «εύνοια» της περιόδου ήταν η δραστική μείωση του ενεργειακού κόστους – κυρίως λόγω του κραχ στην αγορά πετρελαίου- που όμως βοήθησε την ελληνική βιομηχανία να πάρει μια ανάσα. Η πτώση των τιμών ενέργειας έσπρωξε λίγο παραπάνω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής, καθώς αυτές εν πολλοίς θεωρούνται οι υψηλότερες στην Ευρώπη, και άρα ένα μειονέκτημα για τη μεταποίηση.