Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ε.Ε. και στο σήμερα
Open Image Modal
Vector via Getty Images

Έχουμε μπει στο κλίμα των προετοιμασιών για τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από την έναρξη του αγώνα του ’21. Μία άλλη επέτειος, η οποία υπό άλλες συνθήκες θα εορτάζονταν δεόντως, είναι η τεσσαρακοστή επέτειος από την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (πρώην ΕΟΚ). Άλλωστε αυτός ο στόχος αποτέλεσε, τον ακρογωνιαίο λίθο του σημερινού προσανατολισμού της χώρας –αν και τα τελευταία χρόνια, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και κυρίως λόγω των πρόσφατων εξελίξεων, έχουν προκύψει ορισμένα ερωτηματικά σχετικά με τα πραγματικά οφέλη αυτού του προσανατολισμού, τουλάχιστον στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.

Προφανώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε έχουν καταστεί πιο δυσεπίλυτα λόγω των ανατροπών που έχουν συντελεστεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, επί Προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Η πιο διεκδικητική και «εσωστρεφής» πολιτική του σημερινού αμερικανού Προέδρου έχει επηρεάσει και τις διμερείς μας σχέσεις. Επίσης, η «επιθετική» γραμμή του προς την ΕΕ (κυρίως απέναντι στο Βερολίνο) αλλά και προς τρίτους, κυρίως προς την Κίνα και το Ιράν, έχουν άμεσο αντίκτυπο και στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία τα τελευταία χρόνια, σε πείσμα των διαβεβαιώσεων των αρμοδίων, χαρακτηρίζεται από έλλειψη προσανατολισμού και από διάχυτη ανησυχία, ότι έχουμε καταστεί θεατές των εξελίξεων, ανήμποροι να διαδραματίσουμε ουσιαστικό ρόλο και να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας.

Ίσως το πιο ανησυχητικό να είναι το γεγονός ότι, τα δύο βασικά ερείσματά μας στην μεταπολεμική εποχή –ήτοι, αρχικά οι Ηνωμένες Πολιτείες και κατόπιν η Ευρώπη της ΕΚ/ΕΕ- στις μέρες μας δεν φαίνονται διατεθειμένα να μας στηρίξουν, στο βαθμό που εμείς αναζητούμε. Αυτό πρόσφατα έχει καταστεί σαφές, τόσο από τον αμερικανό Πρόεδρο, στη δημόσια τοποθέτησή του στον Έλληνα Πρωθυπουργό, αναφορικά στις ελληνο-τουρκικές διαφορές, όσο και από την γερμανίδα Καγκελάριο, στην πρωτοβουλία της για τη διάσκεψη που συγκλήθηκε πριν λίγες μέρες στο Βερολίνο για την κρίση στη Λιβύη και την τουρκική εμπλοκή. Και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώνουμε την πρόθεση των μεν και των δε να τηρήσουν αποστάσεις από την Αθήνα.

Συνεπώς, αν και θα αποτελούσε υπερβολή να πούμε ότι έχουν ορθωθεί τριγύρω μας «μεγάλα κ΄υψηλά τείχη’, όπως λέει ο Αλεξανδρινός ποιητής, ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι είμαστε μάρτυρες μιας περιθωριοποίησης της χώρας μας. Αυτή, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στην έλλειψη ισχυρών και αξιόπιστων ερεισμάτων. Προς μέτρο σύγκρισης ας θυμηθούμε την κρίση του 1964, όταν βρεθήκαμε στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία, λόγω της εκτράχυνσης της κατάστασης στην Κύπρο και των αεροπορικών βομβαρδισμών της μεγαλονήσου από την Τουρκία. Σε εκείνες τις δραματικές στιγμές ο αμερικανός Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον απηύθυνε προσωπική επιστολή-τηλεσίγραφο στον Τούρκο Πρόεδρο Ισμέτ Ινονού, στην οποία τον προειδοποιούσε με αμερικανική στρατιωτική παρέμβαση αν η Τουρκία συνέχιζε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.

Όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το ερώτημα είναι τι ακριβώς μεσολάβησε ώστε μέσα σε δέκα χρόνια, ως το 1974, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις να καταστούν σχεδόν αγνώριστες. Τόνοι μελάνης έχουν δαπανηθεί σ’ αυτό το θέμα, με τις περισσότερες αναλύσεις να εστιάζονται στον αμερικανικό παράγοντα, και κατά το πλείστον στην ανάμιξή του στο «βιασμό» της ελληνικής δημοκρατίας την περίοδο 1947-67, και κατόπιν στην αμερικανική στήριξη στο καθεστώς των Συνταγματαρχών. Θα ήταν ανώφελο να επανέλθει κανείς σε αυτό το τετριμμένο αντικείμενο. Ο μόνος λόγος που αναφέρεται εδώ είναι για να υπογραμμιστεί μία άλλη, λιγότερο γνωστή, διάσταση αυτού του θέματος, η οποία ίσως συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της σημερινής ζοφερής πραγματικότητας. Αυτή έχει να κάνει με τις διεργασίες που ακολουθήθηκαν από ελληνικής πλευράς –από την μεγάλη μερίδα του αποκαλούμενου «πολιτικού κόσμου», με προεξέχοντα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στους οποίους συνέδραμαν και τα έγκυρα έντυπα εκείνης της εποχής- στην αποκοπή του «ομφάλιου λώρου» με την υπερδύναμη της απέναντι πλευράς του Ατλαντικού.

Πιστεύω να έχω την ευκαιρία σε επόμενα άρθρα να υπεισέρθω στις λεπτομέρειες αυτού του ζητήματος. Εδώ θα περιοριστώ σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις. Πρώτον, ότι την πρωτοβουλία για αυτή την εξέλιξη την είχε η ελληνική πλευρά και δεύτερον, ότι αυτή η επιλογή ήταν απόρροια ευρύτερων διεργασιών που συντελούνταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές του ΄70, και πρωτίστως τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι δύο υπερδυνάμεις –οι ΗΠΑ λόγω του Βιετνάμ και η Σοβιετική Ένωση λόγω της στρατιωτικής εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Την ίδια εποχή δρομολογούνταν τέτοιες διεργασίες στην Δυτική Ευρώπη, κυρίως στα πλαίσια της τότε ΕΟΚ, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (1969-72) μετέβαλαν εντελώς την εικόνα της –από χρόνια προβλήματα και προστριβές, σε μία οντότητα, διευρυμένη με την ένταξή της Βρετανίας της Ιρλανδίας και της Δανίας, που τώρα έδινε την εντύπωση ότι είχε αφήσει πίσω της τα προβλήματα του παρελθόντος και φιλοδοξούσε να μετατραπεί σε μία Οικονομική, Νομισματική και Πολιτική υπερδύναμη. Ως προς το τρίτο σκέλος, η προφανής αδυναμία της να συγκροτήσει ένα αξιόπιστο αμυντικό πυλώνα συγκαλύπτονταν από την εικόνα που προέβαλε ως μια “civilian power” – κάτι που δεδομένου του αντιπολεμικού κλίματος εκείνης της εποχής, την καθιστούσε ιδιαίτερα ελκυστική στα ευρέα στρώματα.

Αυτά τα δεδομένα είχαν τεράστιο αντίκτυπο σε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα που, απογοητευμένες από την παραμονή της Χούντας στην εξουσία, και θεωρώντας ότι η αμερικανική Κυβέρνηση, κυρίως μετά την εκλογή του Προέδρου Νίξον, θα επεδείκνυε ακόμα λιγότερη διάθεση για να την ανατρέψει, στράφηκαν ολόθερμα προς την ΕΟΚ, στην οποία εναπόθεταν πλέον τις ελπίδες και προσδοκίες τους για την έξοδο της Ελλάδας από την πολιτική κρίση και προς ένα πιο ευοίωνο μέλλον.

Χαρακτηριστικό περίπτωση αποτελεί η ανοικτή επιστολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο στρατιωτικό καθεστώς, που δημοσιεύτηκε στην ‘Βραδυνή’ και στη ‘Θεσσαλονίκη’, στις 23 Απριλίου, 1973, η οποία προκάλεσε τεράστια εντύπωση και δρομολόγησε τις μετέπειτα εξελίξεις. Σε ένα επόμενο άρθρο θα επιχειρήσουμε μια λεπτομερή ανάλυση αυτού του πολυσήμαντου κειμένου. Εδώ θα κλείσουμε επισημαίνοντας τα ακόλουθα δύο σημεία της. Πρώτον, τη δριμεία κριτική που ασκούσε ο Καραμανλής στην αμερικανική κυβέρνηση, την οποία απερίφραστα κατηγορούσε ότι συνέπραττε στον «εμπαιγμό του ελληνικού λαού», και δεύτερον, την πεποίθησή του ότι, με η ένταξή μας στην Ευρώπη, η Ελλάδα «θα απηλάσσετο οριστικώς από τον κίνδυνο του τοπικού πολέμου που αποτελούσε και αποτελεί τον εφιάλτην της σύγχρονης Ελλάδος και που την αναγκάζει να αναζητεί, εις βάρος της εθνικής της ανεξαρτησίας ισχυρούς προστάτας». Περιττό να προσθέσουμε ότι τις απόψεις του Καραμανλή τις συμμερίζονταν και η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού.