Την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου πρότεινε ο Μητσοτάκης για Πρόεδρο της Δημοκρατίας

«Η Δημοκρατία, η Ελλάδα και η πρόοδος είναι γένους θηλυκού».
|
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Την πρόεδρο του ΣτΕ, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, πρότεινε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, για Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο διάγγελμά του το απόγευμα της Τετάρτης. 

«Η Δημοκρατία, η Ελλάδα και η πρόοδος είναι γένους θηλυκού.Και αυτές μας καλούν στην μεγάλη υπέρβαση. Θεωρώ ότι είναι η ώρα να αποκτήσει η πατρίδα μας μία άξια Ελληνίδα στην κορυφαία πολιτειακή της θέση» δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης. 

Όπως είπε ο πρωθυπουργός, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι, κατά το Σύνταγμα, ρυθμιστής του πολιτεύματος. Ενσαρκώνει την ενότητα του Έθνους.Και γι’ αυτό οφείλει να έχει αίσθηση καθήκοντος. Ώστε να υπηρετεί άξια το θεσμικό βάρος του αξιώματός του. Πρέπει, επίσης, να διαθέτει γνώσεις, κύρος και διεθνή εμπειρία. Ώστε να συνδράμει δημιουργικά στην εσωτερική ζωή της χώρας. Αλλά και να την εκπροσωπεί με αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση στο εξωτερικό».

 

 

Αναφερόμενος στην κ. Σακελλαροπούλου, ο κ. Μητσοτάκης είπε πως «είναι μία εξαίρετη νομικός με διεθνείς περγαμηνές, δικαστής με λαμπρή πορεία στο ανώτατο δικαστήριο, του οποίου έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος. Με πρόταση, μάλιστα, του προηγούμενου πρωθυπουργού και με ομόφωνη απόφαση της κυβέρνησής του. Έχει μακρά θητεία στο 5ο τμήμα του δικαστηρίου, όπου διαμορφώθηκε μία πρωτοποριακή νομολογία για τα σωστά όρια μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης. Η ίδια, άλλωστε, διετέλεσε και Πρόεδρος της Εταιρίας Δικαίου του Περιβάλλοντος.  Διακρίνεται για τη μετριοπάθειά της. Την ευθυκρισία της. Αλλά και το ενδιαφέρον της για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, με τα οποία έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως. Όλοι αναγνωρίζουν τις δημοκρατικές αναφορές και την κοινωνική ευαισθησία της. Και, από όσο ξέρω, δεν προέρχεται από τη δική μας πολιτική οικογένεια».

Ο κ. Μητσοτάκης πρόσθεσε πως μία ανώτατη δικαστής στο ύπατο αξίωμα της χώρας, «σηματοδοτεί την προσήλωσή μας στην Δικαιοσύνη ως κεντρικού αρμού της Δημοκρατίας. Τη διάθεση της κοινωνίας να αρθεί πάνω από διχασμούς και κομματισμούς και να ζήσει με κανόνες, ασφάλεια και ευημερία. Αλλά και στο μέτωπο των διεθνών μας σχέσεων, αναδεικνύει το σταθερό προσανατολισμό της Ελλάδος να αντιμετωπίζει τις εθνικές προκλήσεις ειρηνικά και πάντα με γνώμονα το Δίκαιο».

«Και ναι, η κυρία Σακελλαροπούλου είναι γυναίκα. Διακεκριμένη επιστήμων και ενεργός πολίτης. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται ακόμα από πολλές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών.  Έ, λοιπόν, αυτό αλλάζει, ξεκινώντας από την κορυφή. Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η Ελληνίδα παίρνει τη θέση που της αξίζει» συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας, μεταξύ άλλων πως η κυρία Σακελλαροπούλου «είναι μία πρόταση ενωτική, υπερκομματική, προοδευτική. Και έχει όλες τις προϋποθέσεις να ψηφιστεί από το σύνολο των βουλευτών, τιμώντας στο πρόσωπό της την σύγχρονη Ελληνίδα».

Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός κάλεσε τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να εξετάσουν την προσωπικότητα, το επιστημονικό έργο και την κοινωνική παρουσία της κ. Σακελλαροπούλου. «Εύχομαι από καρδιάς, να αποτυπώσει τη συναίνεση, που τόσο επιθυμούν οι Έλληνες. Σε μία κρίσιμη συγκυρία, η παρούσα Βουλή έχει τη δυνατότητα να γράψει ιστορία. Και είμαι σίγουρος ότι θα το κάνει» κατέληξε. 

Όπως ανακοινώθηκε από το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού, ο κ. Μητσοτάκης επικοινώνησε το μεσημέρι με την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και της γνωστοποίησε την πρότασή του. Ακολούθως, το απόγευμα, επικοινώνησε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο τον οποίο ενημέρωσε για την απόφασή του και ευχαρίστησε για την προσφορά του.

«Θα αφιερώσω όλες μου τις δυνάμεις ώστε να υπηρετήσω το υψηλό καθήκον»

Άκρως τιμητική, χαρακτήρισε η Αικ. Σακελλαροπούλου με δήλωσή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, την επιλογή του πρωθυπουργού, τονίζοντας ότι «με την πρόταση αυτή τιμάται, στο πρόσωπό μου, τόσο η Δικαιοσύνη όσο και η σύγχρονη Ελληνίδα».

«Με αίσθημα ευθύνης αποδέχομαι την πρόταση και, σε περίπτωση εκλογής μου, θα αφιερώσω όλες μου τις δυνάμεις ώστε να υπηρετήσω το υψηλό καθήκον, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα.Θεωρώ αυτονόητο και δηλώνω ότι, από τη στιγμή αυτή, απέχω από την άσκηση των δικαστικών μου καθηκόντων».