Carnegie Middle East Center: Πιθανό στρατηγικό ρίσκο από τη «μαλακή» στάση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία

Η αξιολόγηση της στάσης της ΕΕ, της Γερμανίας και της Τουρκίας, σε ανάλυση του think tank.
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Επικριτική απέναντι στην επιλογή της ΕΕ να τηρήσει «μαλακή» στάση απέναντι στην Τουρκία, παρά την αχαλίνωτη επιθετικότητα, την παραβατική συμπεριφορά και τις προκλήσεις της γείτονος, είναι ανάλυση του Carnegie Middle Easter Center- think tank που ειδικεύεται σε θέματα Μέσης Ανατολής.

Στην ανάλυση γίνεται λόγος για «στρατηγικό ρίσκο» για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με αφορμή την «περιθωριοποίηση», όπως χαρακτηρίζεται, της ιδέας περί επιβολής κυρώσεων.

«Η ΕΕ εκ των πραγμάτων αποτελεί μια “καλοκάγαθη” οντότητα, που προωθεί την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων με τους γείτονές της, και μεταξύ αυτών. Μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει υπάρξει ιδιαίτερα διαλλακτική με την Τουρκία, όπως υποδεικνύεται από τον προσωπικό ρόλο που ανέλαβε κατά τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας για το προσφυγικό το 2015-2016 και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την 1η Οκτωβρίου. Ωστόσο αυτό το τελευταίο επεισόδιο είναι ανησυχητικό. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεδρίασαν για να συζητήσουν τις σχέσεις με την Τουρκία μετά από μήνες μονομερών ενεργειών ενάντια στα συμφέροντα της ΕΕ από την Άγκυρα στη Συρία, τη Λιβύη, την ανατολική Μεσόγειο και τα χερσαία σύνορα με την Ελλάδα».

«Ωστόσο, μετά από παρατεταμένες συζητήσεις για κυρώσεις, το Συμβούλιο έδωσε “αναβολή” στην Τουρκία. Ούτε μία λέξη για τη ζοφερή κατάσταση του κράτους δικαίου- εν μέσω μιας περιόδου κατά την οποία η κατάσταση στη Λευκορωσία και ο δηλητηριασμός του Ρώσου αντιπολιτευόμενου πολιτικού Αλεξέι Ναβάλνι ανησυχούν τους Ευρωπαίους ηγέτες- και ενώ συνεχίζεται ακάθεκτη η καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και των πολιτικών αντιπάλων. Και υπήρχε μόνο μια νύξη για κυρώσεις, ακόμα και ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν την προσέγγιση του “καρότου”, που είχε χρησιμοποιηθεί κατά την προσφυγική κρίση του 2015, παρέχοντας πολλαπλά οφέλη στην Άγκυρα, όπως ανανέωση της τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ, πρόοδος στις βίζες και προοπτική περισσότερων χρημάτων για τους Σύριους πρόσφυγες, προφανώς πιστεύοντας ότι μπορούσαν να εξευμενίσουν τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν» γράφει ο Μαρκ Πιερίνι του Carnegie Europe, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής και Τουρκίας.

Η στάση της Γερμανίας και η «στρατιωτικοποιημένη διπλωματία» της Τουρκίας

Όπως γράφει, η Μέρκελ όντως είναι αντιμέτωπη με μια πολύπλοκη κατάσταση: Η γνώμη των 3,5 εκατομμυρίων τουρκικής καταγωγής πολιτών της Γερμανίας έχει σημασία, το εμπόριο και οι επενδύσεις με την Τουρκία είναι σημαντικά θέματα και παράλληλα η Γερμανία φοβάται πως ένα νέο κύμα προσφύγων θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς αυτήν εάν η ΕΕ υιοθετήσει σκληρότερη γραμμή απέναντι στην Άγκυρα. «Ωστόσο αυτό που απουσίαζε την 1η Οκτωβρίου ήταν μια ξεκάθαρη διάγνωση της τροχιάς της Τουρκίας και των συνεπειών της για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ».

«Η στρατιωτικοποιημένη διπλωματία της Τουρκίας είναι βαθιά ριζωμένη στην εσωτερική της πολιτική. Σε μια περίοδο που η οικονομία είναι στο χείλος του γκρεμού και η δημοτικότητα του συνασπισμού ισλαμιστών- εθνικιστών υποχωρεί, ο Ερντογάν έχει ανάγκη να παρουσιάζεται ως ο σωτήρας ενός έθνους που δέχεται επιθέσεις από όλες τις πλευρές, έτσι ώστε να μπορεί να περάσει τις εκλογές και τους εορτασμούς για τα 100 χρόνια το 2023. Η Άγκυρα επιδιώκει να αυξήσει την εθνικιστική θέρμη γύρω από τον πρόεδρο αναβιώνοντας παλιές (και αληθινές) διενέξεις- τα θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα και την Κύπρο και τη σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ- και επιχειρώντας σε ξένες επικράτειες, όπως η βόρεια Συρία, η Λιβύη και το βόρειο Ιράκ, και αναπτύσσοντας ενισχυμένες στρατιωτικές δυνάμεις προς στήριξη της διαταρακτικής της διπλωματίας».

Οι ευκαιρίες για την Τουρκία

 

Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

 

Για την Τουρκία, εκτιμά ο αναλυτής, πρόκειται πιθανότατα για μια περίοδο πολλών ευκαιριών: Η ΕΕ εκλαμβάνεται ως «χάρτινη τίγρης», ανίκανη να συμφωνήσει γρήγορα πάνω σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ενώ η Μέρκελ θα εγκαταλείψει την εξουσία σε ένα έτος. «Οι ΗΠΑ είναι αντιμέτωπες με μια τεράστια πανδημία και έχουν παραλύσει λόγω μιας διχαστικής προεδρικής καμπάνιας. Η ισχύς του ΝΑΤΟ αποδυναμώνεται λόγω της ανάπτυξης ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία, πλάι σε δυνάμεις κρίσιμες για τις επιχειρήσεις της συμμαχίας. Η διμερής σχέση με τη Μόσχα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη, μα παρέχει στην Άγκυρα ευκαιρίες να αναδειχθεί ως ανταγωνιστής της Μόσχας στη διεθνή σκηνή, είτε στη Συρία, είτε στη Λιβύη είτε τώρα στη σύγκρουση Αρμενίας- Αζερμπαϊτζάν. Παράλληλα, οι στρατιωτικές δυνατότητες της Τουρκίας για πρόκληση ζημιάς σε συμβατικές δυνάμεις αυξήθηκαν πρόσφατα λόγω της χρήσης οπλισμένων drones σε βόρεια Συρία, Ιράκ, δυτική Λιβύη και τώρα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Επιπλέον, αυτό αποτελεί μόνο μια αρχή, καθώς νέες αεροπορικές και ναυτικές μονάδες θα τεθούν σε υπηρεσία από το 2021 και μετά».

Όπως σημειώνεται, η τουρκική ηγεσία βλέπει μια σύγκλιση εσωτερικών πολιτικών αναγκών, ενός παραθύρου ευκαιριών και μιας αίσθησης ανανεωμένης στρατιωτικής ισχύος. «Σπέρνοντας τη διχόνοια ανάμεσα σε όλους τους εταίρους της, ελπίζει να βρεθεί στη θέση ενός παίκτη- κλειδιού, τον οποίο δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς και λίγοι μπορούν να πολεμήσουν. Σε τέτοιο πλαίσιο, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν ήταν και πολύ μεγάλο επίτευγμα. Γιατί; Η ανανέωση της τελωνειακής ένωσης θα απαιτούσε δίκαιους όρους για τους operators της ΕΕ στην Τουρκία, αλλά δεν υπάρχει πια ανεξάρτητη δικαιοσύνη εκεί. Οι βίζες θα χρειάζονταν έναν διαφορετικό αντιτρομοκρατικό νόμο στην Τουρκία, που δεν φαίνεται να έρχεται. Και η πρόταση για μια συνδιάσκεψη ανατολικής Μεσογείου θα ήταν μια απαίσια ιδέα, καθώς η ΕΕ θα συμφωνούσε, ταυτόχρονα, να αναγνωρίσει την “Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου”, να καθήσει απέναντι στους εκπροσώπους του Σύριου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και να υποστηρίξει μια πλατφόρμα για τα εκδικητικά αφηγήματα της Τουρκίας».

Εκ των υστέρων, γράφει ο αναλυτής, το Συμβούλιο κατάφερε απλά να αναβάλει το τουρκικό ζήτημα, ελπίζοντας σε μια πιο συμβιβαστική στάση της Άγκυρας, αντί να εξετάζει τον περιορισμό της. «Παραβλέφθηκε ή ελαχιστοποιήθηκε το στρατηγικό ρίσκο; Και τα δύο, επειδή, σε ευρύτερο πλαίσιο, οι επεκτατικές δραστηριότητες της Τουρκίας και οι διαταρακτικές πρωτοβουλίες εξωτερικής πολιτικής της είναι ξεκάθαρα σε αντίθεση με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Είναι το ακριβώς αντίθετο της πολιτικής κουλτούρας και θυμίζουν τις πολιτικές παραδόσεις της Ρωσίας. Η απόκτηση των S-400 δημιούργησε μεγάλα ρίσκα για την αρχιτεκτονική της αντιπυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ, ενώ το σύστημα αναμένεται να ενεργοποιηθεί και να δοκιμαστεί σε μερικές ημέρες στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η αποστολή Σύριων τζιχαντιστών, στρατιωτικού προσωπικού και εξοπλισμού στη Λιβύη δημιουργεί κινδύνους για τις γραμμές ενεργειακού ανεφοδιασμού της Ευρώπης και μπορεί να τροφοδοτεί την τρομοκρατία στο Σαχέλ. Και η ενθάρρυνση και η υποστήριξη στους Αζέρους στον πόλεμο στον νότιο Καύκασο θα προκαλέσει μια μακράς διαρκείας σύγκρουση και μια ανθρωπιστική καταστροφή. Τζιχαντιστές έχουν ήδη σταλεί εκεί. Το ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιτρέπει σε μια απολυταρχική Τουρκία να προβαίνει σε κινήσεις αντιπαλότητας στα νοτιοανατολικά της Ευρώπης δεν είναι στρατηγική. Είναι ένα απλό τέχνασμα που θα επιστρέψει να στοιχειώσει τους ηγέτες της ΕΕ» καταλήγει η ανάλυση.