Γαλλογερμανικός ανταγωνισμός πίσω από το βέτο Μακρόν στα Βαλκάνια

Στη Γαλλία φοβούνται πολιτικές μείωσης του κόστους παραγωγής, μια επιλογή με απαγορευτικό κόστος για τις οικονομίες της Γαλλίας και της Ιταλίας.
|
Open Image Modal
PASCAL PAVANI via Getty Images

Αν η διαχείριση του Brexit –και πιο συγκεκριμένα η υλοποίηση της Συμφωνίας του Πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον με την Κομισιόν– δεν σκίαζε την επικαιρότητα, τότε η Σύνοδος Κορυφής της 17ης - 18ης Οκτωβρίου θα είχε καταγραφεί ως η πρώτη, από τη Σύνοδο της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000, ανοικτή γαλλογερμανική αντιπαράθεση.

Μια παράταση της εκκρεμότητας του Brexit, με τα σημερινά δεδομένα, θέτει το ερώτημα αν η αντιπαράθεση του Παρισιού με το Βερολίνο δεν θα υπονομεύσει και τη –δεδομένη μέχρι στιγμής– ομοφωνία των 27 για το απαγορευτικό κόστος μιας ασύντακτης εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.

Πριν από δύο χρόνια, στους λόγους του στην Πνύκα και αμέσως μετά στη Σορβόννη, ο Μακρόν συμπύκνωσε μια πρόταση εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με επίκεντρο τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης με κεντρικό σημείο αναφοράς έναν προϋπολογισμό που θα χρηματοδοτούσε αναπτυξιακές στρατηγικές, καθώς και με τη δημιουργία Υπουργείου Οικονομικών και Κοινοβουλίου της Ευρωζώνης.

Η πρόταση προσέκρουσε στην αρνητική στάση της Γερμανίας, με τη Μέρκελ να επικαλείται σε πρώτη φάση τη μετεκλογική αβεβαιότητα στο Βερολίνο και στη συνέχεια να απονευρώνει σταδιακά –σε βαθμό ακύρωσης– την πρόταση Μακρόν. Μια πρόταση που, για τη γερμανική πλευρά, καταπατούσε την κόκκινη γραμμή της αποφυγής αμοιβαιοποίησης των κινδύνων αλλά και της μεταφοράς πόρων εντός της Ευρωζώνης. Στην αρνητική της στάση η Γερμανία στηρίχθηκε από τους «Οκτώ του Βορρά», με επικεφαλής την Ολλανδία (τρεις βαλτικές χώρες, Ιρλανδία, Φιλανδία, Σουηδία και Δανία).

Μόνο αν έχουμε υπόψη τα παραπάνω μπορούμε να κατανοήσουμε τον τορπιλισμό της υποψηφιότητας Βέμπερ για την Προεδρία της Κομισιόν από τον Μακρόν και την απόρριψη από το Ευρωκοινοβούλιο της Γκουλάρ ως Επιτρόπου της Γαλλίας. Με τα παραπάνω δεδομένα, το βέτο της Γαλλίας στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας με την ΕΕ δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς πρόκειται για σταθερή γραμμή του Παρισιού τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Από την επομένη της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου η Γαλλία διαμήνυε σε όλους τους τόνους ότι δεν μπορεί να συζητηθεί διεύρυνση της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας των 15 προς Ανατολάς χωρίς να προηγηθεί εμβάθυνση και ενίσχυση της συνοχής, με ανοικτό το ενδεχόμενο ομοσπονδιακής μετεξέλιξης.

Ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας Μιτεράν υπήρξε αποκαλυπτικός σε πρωτοχρονιάτικο τηλεοπτικό του διάγγελμα στις 31.12.1989: Περιέγραψε μια μελλοντική ομοσπονδιακή Ευρώπη των 15, με την οποία θα είχαν μια ειδική σχέση οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Μαζί θα συγκροτούσαν την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία…

Η Γαλλία έβλεπε από τότε τη διεύρυνση προς Ανατολάς ως ενίσχυση της πρωτοκαθεδρίας της Γερμανίας στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς αλλά και ως άλλοθι του Βερολίνου για την αποφυγή μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση μιας εμβάθυνσης με κύρια σημεία αναφοράς τη συνοχή και την αλληλεγγύη.

Μέχρι την άνοιξη του 1998 η Γερμανία ήταν αντίθετη στη συμμετοχή της Ιταλίας στην πρώτη ομάδα χωρών της ΟΝΕ. Η Γαλλία, η οποία χωρίς το Νότο θα αντιμετώπιζε συντριπτικούς σε βάρος της συσχετισμούς εντός της Ευρωζώνης, απείλησε με βέτο στην ένταξη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Το Βερολίνο αναδιπλώθηκε και απέσυρε τις επιφυλάξεις του για την Ιταλία, μια εξέλιξη που άναψε το πράσινο φως για τη συμμετοχή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και –δυο χρόνια αργότερα– της Ελλάδας.

Σήμερα ο Μακρόν, με δεδομένη την εσωτερική πολιτική ρευστότητα και αβεβαιότητα στη Γερμανία, γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για γαλλογερμανικό συμβιβασμό για την εμβάθυνση της Ευρωζώνης. Αυτό για το οποίο πιέζει το Παρίσι, με δεδομένη την αρνητική παγκόσμια οικονομική συγκυρία, είναι η χαλάρωση της μόνιμης δημοσιονομικής λιτότητας που έχει επιβάλει το Βερολίνο στην Ευρωζώνη.

Εδώ ας επαναλάβουμε ότι στη Γαλλία φοβούνται ότι η χαλάρωση της λιτότητας δεν προβάλλει σαν μονόδρομος για τη Γερμανία, ακόμη και στη σκιά της ύφεσης που έχει προκληθεί από τη μείωση των εξαγωγών. Φοβούνται πολιτικές μείωσης του κόστους παραγωγής, μια επιλογή με απαγορευτικό κόστος για τις οικονομίες της Γαλλίας και της Ιταλίας.

Οι παρενέργειες της γαλλογερμανικής αντιπαράθεσης για τη λειτουργία της Ευρωζώνης στα Δυτικά Βαλκάνια δεν παραπέμπουν μόνο στη διαχρονικά αρνητική στάση της Γαλλίας προς οποιαδήποτε διεύρυνση, εάν δεν έχει προηγηθεί σημαντικό βήμα προς την εμβάθυνση. Παραπέμπουν στο δεύτερο εξάμηνο του 1991, όταν η πολεμική σύγκρουση στη Γιουγκοσλαβία συνέπεσε με την τελική φάση της διαπραγμάτευσης για τη Σύνοδο Κορυφής του Μάαστριχτ, ένα δραματικό εξάμηνο, όπου η Γερμανία πίεζε εκβιαστικά για την προώθηση των στόχων της στο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, υπό την απειλή της μονομερούς αναγνώρισης της απόσχισης της Σλοβενίας και της Κροατίας.

 

* Tου Γιώργου Καπόπουλου – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 25ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί στις 24 Οκτωβρίου στο enainstitute.org